Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή

Η προσωπική μαρτυρία μιας εσωτερικής απελευθέρωσης ενός εγκλωβισμένου άνδρα που αγωνίζεται να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες του παρελθόντος, να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα που τον καταδιώκουν και να συμφιλιωθεί με την θηλυκότητα ολοκληρώνοντας το οδοιπορικό της αυτογνωσίας του. Δοσμένη με τη μορφή ημερολογίου περιγράφεται, ασφαλώς τροποποιημένη, η αληθινή ιστορία ενός ασθενή της ψυχοσωματικής πολυκλινικής «Röhn Klinikum Bad Neustadt» της Γερμανίας που επηρέασε τόσο τον συγγραφέα όσο και το έργο του ως θεραπευτή.

Η Υπόθεση:

Η νουβέλα «Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή» σκιαγραφεί την προσωπική μαρτυρία της εσωτερικής απελευθέρωσης ενός ευνουχισμένου άνδρα. Ο ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτής Άντρι Φραγκάκης μας επιτρέπει να γίνουμε μάρτυρες μιας αληθινής ιστορίας που έλαβε χώρα στη Ψυχοσωματική Πολυκλινική «Röhn Klinikum Bad Neustadt» της Γερμανίας και επηρέασε τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του. Την εμπειρία αυτή τη μεταφέρει μέσα από τη λογοτεχνική του πένα στο βιβλίο αυτό όπου ο κεντρικός ήρωας, ο ψυχολόγος Χάρης Κοµνηνός, σαράντα οχτώ ετών, συναντά στο αντικαθρέφτισµα µιας ασθενούς του, τον άνδρα που δεν κατάφερε να γίνει. Καθώς το επάγγελμα που ασκεί δεν του επιτρέπει να εκφράσει τα συναισθήµατά του, την αιχµαλωτίζει νοητά στις φαντασιώσεις του, ωθούμενος στα άκρα με την ελπίδα να βρει την προσωπική του λύτρωση. Εξαναγκασμένος να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες του παρελθόντος, το τέλος θα το γράψει η τροπή που ο ίδιος δίνει στη ζωή του και η απόφαση που θα πάρει, όταν θα έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με τα φαντάσματα που τον καταδίωκαν και θα έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του ολοκληρώνοντας το οδοιπορικό της αυτογνωσίας του.

Είπαν γι’ αυτό:

Ο ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτής Άντρι Γεώργιος Φραγκάκης γεννήθηκε συγγραφέας. Η τέχνη και η εσωτερικότητα είναι καταγεγραμμένη σε κάθε του κύτταρο και πολύ πριν αρχίσει να γράφει, σκεφτόταν, εκφραζόταν κι επικοινωνούσε μέσα από κώδικες καθαρά ποιητικούς. Σήμερα, μοιράζομαι το πώς μέσα από μια συναδελφική συζήτηση πάνω σε ένα δικό μου περιστατικό, εκείνος κατάφερε να δημιουργήσει μια ολόκληρη νουβέλα ασύλληπτου βάθους και ενδιαφέροντος.

Από το 2018 εργάζομαι ως ψυχολόγος στην Ψυχοσωματική Πολυκλινική «Röhn Klinikum Bad Neustadt» της Γερμανίας. Εκπαιδεύτηκα στην Ψυχοδυναμική Eυφάνταστη Θεραπεία Τραύματος (PITT) και μέσα από την εργασία μου ήρθα πολύ σύντομα σε επαφή, με την ιδιαίτερη ευθύνη που φέρει η δουλειά, με το παιδικό τραύμα, την απαραίτητη ψυχική ωριμότητα που απαιτείται να έχει ένας θεραπευτής καθώς και την αναγκαιότητα των προσωποκεντρικών ποιοτήτων και συνθηκών όπως η βαθιά αποδοχή, αυθεντικότητα και ενσυναίσθηση. Οι Ιδεατοί Βοηθοί, πάνω στους οποίους βασίζεται αυτή η νουβέλα, αποτελούν μια ήπια νοητή θεραπευτική μέθοδο, έναν καθοδηγούμενο οραματισμό που διαρκεί περίπου δεκαπέντε λεπτά και βοηθά τραυματισμένα άτομα, ιδίως επιζώντες σύνθετων, πρώιμων τραυματισμών, να απελευθερωθούν και να περιθάλψουν τα εσωτερικά τους πεδία χωρίς επανατραυματισμό, με σκοπό να επουλωθούν και να γαληνέψουν. Αυτό επιτυγχάνεται με τη φαντασίωση ενός εσωτερικού Ασφαλούς Μέρους και μέσω καλά προετοιμασμένων νοητών ενεργειών διάσωσης, τα τραυματισμένα «παιδιά», το ένα μετά το άλλο, οδηγούνται στο μέρος αυτό, όχι από τον ενήλικα αλλά από τους Ιδεατούς Βοηθούς που οι ίδιοι έχουν επινοήσει και οι οποίοι παραμένουν μαζί τους και τους προσφέρουν σταθερά ιδεατή στήριξη. Αυτή η προσέγγιση εμποδίζει τη μόλυνση του ενήλικα από τα τραυματικά βιώματα και, μετά τη διάσωσή τους, συνήθως, παύουν να προκαλούν συμπτώματα, ακόμη κι όταν έρχονται σε επαφή με εναύσματα και αφορμές πυροδότησης.

Αναλύοντας τη μέθοδο αυτή στον Άντρι Φραγκάκη, αναφέρθηκα σε έναν ασθενή, τον Λούκας, ο οποίος έγινε το έναυσμα για τη δημιουργία αυτού του έργου. Αναλυτικότερα, ο Λούκας επισκεπτόταν την κλινική σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Ένας λευκός, cis άνδρας, σαράντα τριών ετών, διαζευγμένος, χωρίς παιδιά, ο οποίος το τελευταίο διάστημα αδυνατούσε να εργαστεί καθώς υπέφερε από έντονη αγοραφοβία. Ζούσε πλέον μόνος στο πατρικό του σπίτι, το μόνο μέρος που ένιωθε μια κάποια ασφάλεια, ενώ ταυτόχρονα ήταν και ο τόπος όπου είχε υποστεί έντονη σωματική και λεκτική κακοποίηση από τον πατέρα του κατά την παιδική του ηλικία. Στην προσπάθειά του να λυτρωθεί αλλά και να δώσει νόημα στην παράλογη, κακοποιητική και καταστροφική συμπεριφορά του πατέρα, αναβίωνε νοερά μέσω απανωτών αναδρομών τη σκηνή του τρόμου όπου μετά την κακοποιητική επίθεση και τον τροπιασμό, τον κλείδωνε για τιμωρία στο υπόγειο, σε ένα σκοτεινό κελί και, παρά την ανάγκη για ελευθερία, δεν μπορούσε να ξεφύγει.

Γνωρίζουμε ότι η αντιμετώπιση παλιών φόβων, η ενσωμάτωση, η θεραπεία – είναι εφικτά μόνο αν είμαστε ισορροπημένοι και νιώθουμε ιδιαίτερα ασφαλείς. Πολλοί τραυματισμένοι ασθενείς έχουν τόσο λίγη πίστη στους ανθρώπους που προτιμούν να επιλέγουν ζώα ως Ιδεατούς Βοηθούς ή μυθικές φιγούρες από παραμύθια, λογοτεχνία και ταινίες. Όσο χειρότερη η εμπειρία που έχουν βιώσει, τόσο πιο ισχυρός πρέπει να είναι ο Βοηθός. Συχνά, χρειάζονται αρκετοί Βοηθοί, ώστε το εσωτερικό παιδί να νιώσει πραγματικά ασφαλές. Άγγελοι, νεράιδες, ο Πίτερ Παν ή η Wonder Woman είναι πολύ δημοφιλείς Βοηθοί. Από την άλλη, εάν επινοούσαν για βοηθούς αληθινούς ανθρώπους –όπως χαρακτηριστικά κάνει διαστρεβλωμένα ο Χάρης, ο πρωταγωνιστής της νουβέλας–, τότε μπορεί να υπάρξει σοβαρός κίνδυνος επανατραυματισμού. Για τον λόγο αυτό οφείλουν να προσθέσουν στους ανθρώπινους Βοηθούς ιδεατές ιδιότητες στα βοηθητικά τους χαρακτηριστικά και να αλλάξουν την εμφάνισή τους. Με άλλα λόγια, θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι τρυφεροί και στοργικοί καθώς τα παιδιά συνήθως παλεύουν να αρθρώσουν τις ανάγκες τους, ιδιαίτερα εάν έχουν τραυματιστεί. Συνεπώς, χρειάζονται τον απόλυτα αξιόπιστο Βοηθό για να αντισταθμίσει τον τρόμο που έχουν βιώσει και να θεραπευτούν. Χρειάζεται να νιώσουν τη σιγουριά ότι η αδικία δεν θα συμβεί ξανά. Έτσι, συντελείται μία συγκεκριμένη εικονογραφική φαντασίωση στην οποία ο Βοηθός προστατεύει το εσωτερικό παιδί και βρίσκεται στο πλευρό του όπως εκείνο τον χρειάζεται. Στην περίπτωσή μας, ο Λούκας επινόησε μια μυθική Κουκουβάγια με την ερμηνεία πως, σαν ζώο, είναι σοφό, προστατευτικό και ικανό να επιτεθεί με τα νύχια του σε όποιον πειράξει να μωρά του, αντιπροσωπεύοντας υποσυνείδητα όλη του τη Δύναμη.

Το πιο σημαντικό στοιχείο πριν ξεκινήσουμε τη θεραπευτική διαδικασία ήταν να αποσαφηνιστεί στον Λούκας εκ των προτέρων ότι ο ενήλικας του παρόντος δεν πρέπει να έρθει σε επαφή με το τραυματισμένο παιδί ωσότου αυτό να φτάσει στο Ασφαλές Μέρος. Ασθενείς, όπως ο Χάρης του έργου, που δεν γνώριζαν ή δεν πήραν στα σοβαρά αυτό το προστατευτικό μέτρο ή δεν άντεξαν στον πειρασμό να ελέγξουν τον Βοηθό εμποδίζοντάς τον να ολοκληρώσει το έργο του, βίωσαν την αίσθηση της χειρότερης αναδρομής. Έτσι, μόλις διασφαλίσαμε με τον Λούκας όλες τις προκαταρκτικές συνθήκες όπως καμία επαφή με τον θύτη, αρκετά σταθερές εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες, το παιδί προς διάσωση έχει αναγνωριστεί και έχει φανταστεί τον Βοηθό του, το Ασφαλές Μέρος έχει προετοιμαστεί για το παιδί, η επιχείρηση διάσωσης έχει συζητηθεί και η διαδικασία μπορούσε να ξεκινήσει.

Ο Ενήλικας Λούκας καθοδηγήθηκε, λοιπόν, να φέρει στη μνήμη του τη σκηνή όπου όταν ήταν παιδί βρισκόταν κλειδωμένο στο κελί του σπιτιού του γεμάτο τρόμο και θλίψη. Παραμένοντας πάντα στο εδώ και τώρα και με τα μάτια του ανοιχτά, ώστε να νιώθει άνετα και έχοντας τον έλεγχο της κατάστασης, ζήτησε από τον Βοηθό-Κουκουβάγια να προστατεύσει το παιδί από τον πατέρα, με τα δυνατά, προστατευτικά και τρυφερά φτερά της, να το παρηγορήσει και να το βγάλει έξω από το σκοτεινό κελί. Ο Λούκας διηγούνταν λεπτομερώς τη φαντασιακή του διαδικασία και αναβιώνοντας τη σκηνή της κακοποίησης άρχισε να έχει κάποιες σωματικές εκφράσεις φόβου και πόνου. Βρισκόταν σε έντονη ταραχή ώσπου αντίκρισε νοητά την Κουκουβάγια να σπάει με τα κοφτερά της νύχια την πόρτα, να απελευθερώνει το παιδί και να το περιθάλπει κάτω από τα πουπουλένια της φτερά. Σταδιακά η ταραχή από το πρόσωπο και το σώμα του άρχισε να υποχωρεί και στη θέση της ηρεμία και γαλήνη άρχισαν να απελευθερώνονται.

Η Κουκουβάγια κράτησε ευλαβικά στα πόδια της το τραυματισμένο παιδί και το μετέφερε στο ασφαλές μέρος που ο Λούκας είχε επιλέξει. Ένα νησί, στη μέση του πουθενά, καθώς ο πατέρας του δεν ήξερε να κολυμπάει και δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να βρεθεί εκεί. Καθώς έφτασαν και η Κουκουβάγια προσγείωσε τα φτερά της, το παιδί περπάτησε και τρύπωσε μέσα σε μια φωλίτσα που εξέπεμπε μονάχα ασφάλεια και ζεστασιά. Εκεί μπορούσε να υπάρχει χωρίς έννοιες και φόβους, με την Κουκουβάγια στο πλευρό του να τον προστατεύει και να ανταποκρίνεται σε όλες του τις ανάγκες. Και το παιδί με τη σειρά του, για πρώτη φορά, μπορούσε να εμπιστευτεί και να αφεθεί στο νέο του «σπίτι» γιατρεύοντας τις πληγές του.

Στο έργο του Άντρι Φραγκάκη παρακολουθούμε την ιστορία του Λούκας με το όνομα και τη μορφή του Χάρη, ασφαλώς τροποποιημένη. Ο συγγραφέας επικοινωνεί διαστάσεις σύγχρονες και απροσπέλαστες. Ένα ημερολόγιο οδοιπορικού προς τη ροτζεριανή πραγμάτωση με ψυχοδυναμικές, υπαρξιακές και φεμινιστικές επιρροές, στο οποίο μιλάει για ζητήματα τόσο φοβερά και τόσο καταλυτικά για τις κοινωνίες και τις ανθρώπινες σχέσεις που όλοι θα έπρεπε να μελετήσουμε και να προβληματιστούμε ουσιαστικά. Σκιαγραφεί τη στέρεη σχέση του ανθρώπου με την οικογένεια, την οικογένεια ως έννοια πλατιά, αυτό που σηματοδοτεί το σημείο αναφοράς στον κόσμο, την προσωπική ταυτότητα: «Ποιος είσαι, από πού προέρχεσαι, τι κουβαλάς;» Στις μέρες μας, οι ρίζες είναι πολλές φορές μια ταινία αόριστη και, κάποιες φορές, φορτισμένη αρνητικά. Ο πρωταγωνιστής, όπως ο καθένας μας, αναζητά πάντα κάτι να πιαστεί, να ριζώσει, να σταθεί, να νιώσει πως ανήκει. Μπορώ να πω πως αναγνωρίζω, μέσα από την εμπειρία μου, αυτή την τραχύτητα από γενιές σε γενιές, αυτό το άγχος του εξόριστου, αυτή την ορμητικότητα της λαχτάρας και της μη-εκπλήρωσης, αυτή την άμεση αφοσίωση, αυτή την πυράκτωση των συναισθημάτων, αυτή την εμμονική ανάγκη για δράση, τη δύναμη της στιγμής και την κίνηση που παρασύρει όλο και πιο μακριά τον ξεριζωμό.

Σε δεύτερο χρόνο πραγματεύεται την κοινωνική χειραγώγηση. Μέσα στο έργο του παρακολουθούμε τη δημόσια, ελεγχόμενη, μυητική διαδικασία, η οποία, εκπορευόμενη από την πατριαρχία έχει ως απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας ενιαίας σκέψης και τη διαμόρφωση ομοιόμορφων εγκεφάλων. Η μητέρα του πρωταγωνιστή περιγράφεται από τον συγγραφέα ως εκπρόσωπος ενός απάνθρωπου και παρανοϊκού συστήματος, που καταπίεζε και συνεχίζει να καταπιέζει και να εκμαυλίζει τις θηλυκότητες, οι οποίες με τη σειρά τους αποδέχονται τους όρους του και εντέλει σκέφτονται και ενεργούν όπως τους προστάζεται. Ο Χάρης έρχεται από τα «φασκιά» του αντιμέτωπος με αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα και, ως θύμα της, μέσα από τη συνεχόμενη παιδική, συναισθηματική ματαίωση, ο απώτερος κοινωνικός στόχος έχει συντελεστεί: η εμφύτευση σκέψεων-κλισέ στον εγκέφαλό του, η οποία θα συνεχίσει να πορεύεται ανά τους αιώνες με τις ίδιες ομοιογενείς εμμονές και να νομιμοποιεί όλο αυτό το οικοδόμημα από τσιτάτα με μια αδιατάρακτη πνευματική συνενοχή. Έτσι, είμαστε μάρτυρες στην αποδόμηση της εσωτερικής του εστίας (αυτο)γνωσίας, (αυτο)αξιολόγησης και (αυτο)σεβασμού και αναπτύσσει μια γκροτέσκα αλλά δειλή διαμόρφωση, μεθυσμένη από εξουσία προς τη γυναίκα χωρίς κανένα ενδοιασμό και, μέσα από αυτή, προσπαθεί να καθιερώσει μια διαστρεβλωμένη «ανδρική αξία» στη νοητή συνείδηση –αν όχι καρδιά– της γυναίκας. Μοναδικό του καταφύγιο γι’ αυτή την ψυχική εκτόνωση είναι το ερωτικό, αλλά απόλυτα ευνουχισμένο, πάθος, κατά την οποία η βαθύρριζη αισθαντικότητα του συγγραφέα βρίσκεται στο απόγειό της. Ο πρωταγωνιστής είναι γυμνός, έρμαιο της ηδονοβλεπτικής του φύσης, αλλά και μιας θεμελιακής, ολοκληρωτικής αμφιβολίας. Εντέλει, η κυριαρχία της γυναίκας αδιαπραγμάτευτη. Μέσω της διαστρεβλωμένης, όπως αναφέραμε, Ιδεατής Βοηθού, της Όλγας, ενσαρκώνεται διαρκώς η μυστηριώδης, απρόβλεπτη, παραπλανητική, αχόρταγη, αμφιθυμική, ναρκισσευόμενη, ανάλγητη γυναικεία φύση, ακόμα κι όταν είναι αποφασισμένη να θυσιαστεί, αιωρούμενη ανάμεσα στο δίπολο αφοσίωση-προδοσία.

Αυτά τα κοινωνικά και προσωπικά ζητήματα, ο Άντρι Φραγκάκης τα παρουσιάζει, μέσα από μια ιστορία, με έναν τρόπο που θυμίζει εκτενές ποίημα. Ξεδιπλώνει μπροστά μας, ως μία σειρά αλλεπάλληλων συνειρμών, που προκαλούνται από τη σκέψη του αφηγητή, είτε ως αναδρομές και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις μικρών περιστατικών ή μεγαλύτερων, που μοιάζουν με προσπάθεια να ξορκίσει το επερχόμενο κακό, είτε μια παράθεση των σκέψεων με τρόπο δυναμικό, λυρικό αλλά όχι μελοδραματικό και των γεγονότων που ανακαλούνται. Όλη αυτή η διαδικασία σκιαγραφεί υπέροχα την υπαρξιακή αγωνία, άρρηκτα συνδεδεμένη με κρίση ταυτότητας. Ο ήρωας παλεύει σταθερά ανάμεσα στο αδιέξοδο και στην πλάνη. Άλλοτε, είναι νεκρός και δεν το ξέρει. Τη μια στιγμή ταυτίζεται με το θύμα και την άλλη μεταμορφώνεται σε θύτη. Πιστεύει ότι είναι βαθιά ερωτευμένος και ταυτόχρονα αμφιβάλλει γι’ αυτό. Αυτοπαρουσιάζεται ως κυνικός, αδίστακτος, εκδικητικός και μνησίκακος. Μέσα από όλον αυτό τον εσωτερικό του αγώνα καταλήγει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η αγαπημένη του συγγραφέως ποιήτρια Τζένη Σκλαβούνου Φουντέα «στη σκακιέρα του θανάτου» όπου γίνεται ενοχικός, νοσταλγικός, συναισθηματικά ευάλωτος, υπερήμερος οφειλέτης στον βωμό μιας παλιάς, αποκηρυγμένης οικογενειακής σχέσης. Διχάζεται ανάμεσα στον πόνο και το τίποτα. Νιώθει αμήχανος μπροστά σε κάθε αρχή, αλλά κι εντελώς ανήμπορος να αντιμετωπίσει το τέλος. Το παρελθόν, συνεχώς επαναλαμβανόμενο, εξουδετερώνει το παρόν, προσπερνάει το μέλλον και φτάνει να επικρατεί πλήρως ακόμα και μετά θάνατον. Σε εκείνο το σημείο της απόλυτης απόγνωσης όπου, σαν σε οράματα, βλέπει τον θάνατό του –ρεαλιστικό ή συμβολικό– και τους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή του. Τους ανθρώπους που ένιωθε «δικούς του» αλλά ποτέ δεν συνδέθηκε μαζί τους.

Τέλος, κλείνει με τον συγκλονιστικό και απόλυτα καθαρτικό διάλογο ανάμεσα σε ένα δυναμικό αρχετυπικό ζεύγος, εκείνο της μητέρας-γιου, το οποίο επενδύεται από τις καταβυθίσεις του πρωταγωνιστή. Η από κοινού μέθεξη στο υπερφυσικό ή στο παράλογο υπογραμμίζει τον μεταξύ τους ισχυρό δεσμό. Αλλά και τον δεσμό με τις μητρικές ρίζες που είναι η καταγωγή του ήρωα και της ιστορίας που κουβαλάει. Σ’ εκείνο το σημείο θα μπορούσε να ηχεί μία προσευχή, μία παράκληση να τον συνοδεύσουν οι μνήμες και η μητέρα που έχασε, προκειμένου να μην αισθανθεί ξανά τον πόνο της εγκατάλειψης και της ματαίωσης. Με απίστευτη τρυφερότητα, ως απάντηση σε αυτή την προσευχή, αρχίζει σταδιακά να εμφανίζεται, όπως εμφανίζονται τα στοιχεία των παραμυθιών, η μυθική Κουκουβάγια, προσφέροντας μια πανανθρώπινη κάθαρση που είμαι βεβαία πως θα ανακουφίσει τις ψυχές όλων. 

Κριτικές για το βιβλίο:

Ο Συγγραφέας: