Επιτρέποντας στην αλλαγή να συμβεί

Ως φεμινιστική θεραπεία ορίζω τη θεραπευτική πρακτική που βασίζεται στις φεμινιστικές πολιτικές φιλοσοφίες και αναλύσεις, θεμέλια της οποίας αποτελούν οι πολυπολιτισμικές φεμινιστικές μελέτες πάνω στη γυναικεία ψυχολογία, στους άνδρες και στο κοινωνικό φύλο και η οποία οδηγεί τον θεραπευτή και την/τον πελάτισσα/η προς την ανάπτυξη στρατηγικών και λύσεων που προωθούν τη φεμινιστική αντίσταση, μεταμόρφωση και κοινωνική αλλαγή, τόσο στην καθημερινή προσωπική ζωή όσο και στις σχέσεις με τα κοινωνικά, συναισθηματικά και πολιτικά περιβάλλοντα.        

Η Φεμινιστική θεραπεία γεννήθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Η εμφάνισή της συμπίπτει με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού στις Η.Π.Α. και αντανακλούσε τους προβληματισμούς που εκφράστηκαν από αυτό το κίνημα. Οι πρώτοι υποστηρικτές του ήταν ψυχοθεραπευτές —κυρίως γυναίκες— που μετέτρεψαν τις διαμαρτυρίες τους εναντίον του σεξισμού στην κοινότητα των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας σε μια βιώσιμη εναλλακτική για γυναίκες που αναζητούσαν ψυχοθεραπεία, στα πλαίσια της οποίας οι πελάτισσες δε θα συναντούσαν σεξισμό, μισογυνισμό και στερεότυπα, που ήταν ευρύτατα διαδεδομένα μέχρι τότε στον τομέα της ψυχικής υγείας. Η Φεμινιστική Θεραπεία είναι μια θεωρία που αντλεί την έμπνευση και τη σοφία της από μια σε βάθος εξέταση οπτικών που δεν είναι προσβάσιμες από την κυρίαρχη κουλτούρα, μόνο και μόνο γιατί έχουν συνδεθεί με το περιθώριο. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην οπτική Ευρω-Αμερικανών γυναικών, των έγχρωμων, των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων και των αμφιφυλόφιλων, των φυλοδιαφορετικών, των φτωχών, των ατόμων με αναπηρίες, των μεταναστών και των προσφύγων.     

Η Φεμινιστική πρακτική γεννήθηκε από τις πραγματικότητες που υφίστανται εκτός, κάτω από και σε αντίθεση με τις ιδέες του κυρίαρχου πατριαρχικού ρεύματος. Πρόκειται για μια θεωρία που όχι μόνο ακούει αλλά επίσης ευνοεί τις φωνές και τα βιώματα όσων ονομάζονται “Άλλοι” από τις κυρίαρχες κουλτούρες. Είναι ένα πρότυπο που βασίζεται στην επάρκεια και αντιλαμβάνεται τα ανθρώπινα όντα ως ικανά να αντιδρούν έγκαιρα, να επιλύουν τα προβλήματα της ζωής τους και να επιθυμούν την αλλαγή. Είναι επίσης ένα μοντέλο που βασίζεται στην πολιτική και το οποίο πάντοτε παρατηρεί την ανθρώπινη εμπειρία  μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτισμικών πραγματικοτήτων καθώς και τη δυναμική της εξουσίας που παράγει αυτές τις πραγματικότητες. 

Η Φεμινιστική Θεραπεία δεν μελετά τον “Άλλο” απλώς για να προσφέρει μια ουδέτερη οπτική πάνω σε αυτή την εμπειρία. Αντίθετα, στη θεωρία της Φεμινιστικής Θεραπείας είναι σύμφυτη η ριζοσπαστική έννοια ότι οι φιμωμένες φωνές των περιθωριοποιημένων ανθρώπων αποτελούν πηγές ύψιστης σοφίας. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια αλλαγή, δηλαδή αποκτά μεγαλύτερη αξία η γνώση που έχουν οι καταπιεσμένοι από εκείνη που κατέχουν αυτοί που θεωρούνται ως ειδικοί. Κάτι τέτοιο συνιστά μια οπτική, η οποία —όταν τεθεί στον πυρήνα της ανάλυσης και της πρακτικής— δυνητικά μεταμορφώνει ό,τι αποτελούσε κοινό τόπο σχετικά με τη θεραπεία στις κυρίαρχες κουλτούρες. Στη Φεμινιστική πρακτική, “το περιθώριο” μεταφέρεται, από επιστημολογική και εννοιολογική άποψη, στο κέντρο.