Άρθρο: Άντρι Γεώργιος Φραγκάκης
Κλινικός Ψυχολόγος – Προσωποκεντρικός Ψυχοθεραπευτής
Η μεγαλύτερη ίσως ανάγκη για τον άνθρωπο είναι να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τους άλλους. Μου έρχεται στο μυαλό η φράση «it takes two to tango». Σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα στενό, περιορισμένο χώρο και αφήνεις το σώμα σου να ακουμπήσει στο σώμα του άλλου, να το αισθανθεί, να το ταξιδέψει, να το αφουγκραστεί και να το μεταπλάσει. Με άλλα λόγια επιθυμείς να μετακινηθείς από το πεδίο του «εγώ» και να εισχωρήσεις στο πεδίο του «εσύ». Πόσο απλή είναι όμως μια τέτοια προσέγγιση;
Καθώς στεκόμαστε αντικριστά απέναντι στον άλλο, παρατηρώντας τον, το βλέμμα του, τη στάση του κορμιού του, την έκφρασή του, αισθανόμαστε μέσα μας μια επιτακτική ανάγκη να τον πλησιάσουμε, να τον προσκαλέσουμε να χορέψει μαζί μας έναν «αλλιώτικο» χορό… Πολλές φορές όμως, κάτι αλλόκοτο συμβαίνει ανάμεσά μας. Σαν μια αόρατη φιγούρα να επεμβαίνει με θράσος και να μας ακινητοποιεί, να μας εμποδίζει να κάνουμε τα απαραίτητα βήματα, να παρεμβάλλεται και να μας απομακρύνει. Ποια να είναι άραγε η σχέση μας με τη φιγούρα αυτή που μας επηρεάζει τόσο και ποια είναι η πραγματική μας βούληση; Είναι αυτή που διψά να “χορέψει” ή μήπως είναι αυτή που γεμίζει με εμπόδια το δρόμο προς τον άλλο;
Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ως επί το πλείστον, είναι δημιουργημένη όχι από εμάς τους ίδιους, αλλά από τους γύρω μας. Στην προσπάθεια να έχουμε την αποδοχή και τη θετική αναγνώριση από τους τελευταίους, είτε διαστρεβλώνουμε είτε αρνιόμαστε σχεδόν εξ ολοκλήρου την εσωτερική μας υπόσταση. Ο άνθρωπος δεν μαθαίνει να ακούει τον εαυτό του για να δει τι έχει ανάγκη από το περιβάλλον και από τους άλλους, αλλά δέχεται αυτό που τού «εμφυτεύεται» ως αίσθηση ή άποψη απ’ έξω. Με αυτόν τον τρόπο αποκόπτεται η οποιαδήποτε επαφή με την εσωτερική μας ύπαρξη, παύουμε πλέον να ακούμε το σώμα μας και την σπλαχνική μας εμπειρία. Είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη για θετική αναγνώριση και αποδοχή που υπερνικά και αλλοιώνει την οποιαδήποτε δική μας εσωτερική αίσθηση. Κάποιες στιγμές όμως σαν από μαυσωλείο ξεχασμένων εαυτών, επιθυμιών και αναγκών, τα παραμελημένα κομμάτια του εαυτού μας έρχονται ξανά στην επιφάνεια να μας υπενθυμίσουν με παράπονο πως κυκλοφορούν πάντα μέσα μας.
Αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι κουράζονται να παίζουν συμβατικούς και υπό όρους ρόλους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ασυμβατότητα ανάμεσα σε αυτό που νιώθουν και σε αυτό που υποχρεώθηκαν να δείχνουν ότι νιώθουν. Αυτή η διαπίστωση θα οδηγήσει σιγά-σιγά στην αποκάλυψη ότι για να έρθουμε σε ουσιαστική επαφή με τον άλλο πρέπει πρώτα να βρούμε επαφή με εμάς τους ίδιους. Αυτή η διαδικασία φαντάζει στα μάτια μου σαν ένα ολόκληρο ταξίδι. ΄Ενα ταξίδι που ξεκινάει απ’ το σημείο που με αντίκρισα στο «τώρα» με την μορφή του «τότε». Από τη στιγμή δηλαδή που υπήρξα αυθεντικός με τον εαυτό μου. Τι σημαίνει όμως αυθεντικός με τον εαυτό μου;
Ο Rogers (1995) ορίζει καταρχάς την αυθεντικότητα ως την ανάγκη του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με τον άλλον ως «πρόσωπο» κι όχι ως «προσωπείο». Αυτό το ξεγύμνωμα αρχίζει όταν ο άνθρωπος έρχεται ισότιμα και με ειλικρίνεια να συναντήσει τα κομμάτια του και να επεξεργαστεί αυτό που βλέπει και ακούει από αυτά. Όταν τα συναισθήματα ή η στάση που έχω βιώσει αναγνωρίζονται από αυτόν που είμαι σήμερα, τότε σίγουρα θα γίνω ό, τι είμαι, επιτρέποντας σε αυτό που ήμουν να αναζητήσει την αλήθεια μέσα μου. Να ‘ανοίξω’ δηλαδή και να δω τη δική μου εμπειρία. Δεν απειλούμαι πλέον από παρεμβαλλόμενες «παρουσίες», δεν φοβάμαι ότι θα χάσω τον εαυτό μου. Έτσι μόνο θα εδραιωθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε μένα και τον άλλο. Όταν μου επιτρέπω να είμαι «ανοιχτός» σε όλες τις εμπειρίες μου, τούτο σημαίνει πως «ανοίγω» κι απέναντι στα ευάλωτα σημεία μου και όταν αναγνωρίσω τα μέχρι τώρα παραμελημένα μου κομμάτια, τότε θα μπορώ να επιτρέψω και στον άλλον να είναι όπως είναι, χωρίς να προσπαθώ να τον διαφοροποιήσω και να αλλοιώσω την αίσθησή του για την πραγματικότητά του. Άλλωστε, ο άνθρωπος που επιτρέπει στον εαυτό του να «τσαλακωθεί» μαθαίνει ταυτόχρονα ότι μπορεί να μένει και ακέραιος.
Είναι όμως η αυθεντικότητα αρκετή; Μπορεί. ΄Ισως όμως και να χρειάζεται κάποιο συνοδοιπόρο και πολλές φορές έχω παρατηρήσει πως αυτός είναι η αυτοαποδοχή. Μέσω της αυτοαποδοχής κατορθώνει ο άνθρωπος να επαναπροσδιορίσει τους αξιακούς όρους, που τον έχουν ταλαιπωρήσει και τον έχουν αποπροσανατολίσει από τη βαθύτερη, εσωτερική του συνοχή. Λέγοντας αυτοαποδοχή δεν εννοώ έγκριση ή συμφωνία με τις επιτακτικές ανάγκες του παρελθόντος. Εννοώ να δημιουργήσω ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κομμάτια μου κι εμένα για να εξερευνήσω, ασφαλής πλέον, ολοένα και περισσότερες πτυχές του εαυτού μου δίχως να έχω την ανάγκη να αμυνθώ. Αυτό οδηγεί τον άνθρωπο στο να γνωρίσει και σταδιακά να αγκαλιάσει, να αποδεχτεί και να ενσωματώσει όλες τις εμπειρίες του στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του σήμερα. ΄Αλλωστε, η αποδοχή για τον άλλον ξεκινάει ή πηγάζει από την άνευ όρων αποδοχή για μας. Μέσα από την αυθεντικότητα και την αυτοαποδοχή, μέσα δηλαδή από τη γνώση για τις δικές μου προκαταλήψεις και αξίες γίνομαι δεκτικός ως προς τα δικά μου κομμάτια. Έτσι δεν κινδυνεύω να χαθώ και να μπερδευτώ όταν βρεθώ μπροστά σε συμπεριφορές που αποκαλύπτουν τις δικές μου «αδυναμίες» ή που διαφοροποιούνται από το δικό μου μοτίβο ζωής.
Η αυτοαποδοχή εμπλουτίζει τη στάση μου απέναντι σ’ εμένα. Με κάνει να μπορώ να παραμένω «ανοιχτός» στο να βλέπω και να ακούω όλα όσα συμβαίνουν μέσα μου. Με άλλα λόγια, με κάνει να μπορώ να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και να μην προσπαθώ να τον πάω εκεί που εγώ νομίζω πως θα είναι καλύτερα γι’ αυτόν. Ούτε να κρίνω τη συμπεριφορά του καταδικάζοντάς τον σε αυτά που του έμαθαν οι άλλοι, αλλά να τον αφήνω, σαν σύνολο, να ακούγεται και να ρέει μέσα στη ζωή μου. Όταν αποδέχομαι τα κομμάτια μου, δείχνω εμπιστοσύνη στις δυνατότητες που έχει ο εαυτός μου να εξελιχθεί, να προοδεύσει και να πορευτεί προς την ολοκλήρωσή του ως πρόσωπο.
Μέσω της αυθεντικότητας και της αποδοχής όλων των πτυχών του εαυτού μου μπορώ πλέον να αφήσω το παρελθόν μου να φωλιάσει με ασφάλεια μέσα μου και για πρώτη φορά να αναγνωρίσω πού βρίσκομαι εγώ και πού ο άλλος με τον οποίο επιθυμώ να έρθω σε επαφή. Να στέκομαι ολοκληρωμένος στα πόδια μου για να μπορέσω να καταλάβω τί μου λέει, να λειτουργώ δηλαδή με ενσυναίσθηση απέναντί του. Γιατί μόνο όταν ο άνθρωπος ξέρει να στέκεται μέσα στα ‘παπούτσια’ του μπορεί να ταξιδέψει μέσα στα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες του άλλου.
Κάπως έτσι, αντιλαμβάνομαι, πως «πρώτη συνάντηση» για μένα είναι όταν σκύβω προσεκτικά και με κατανόηση πάνω σε ό, τι ξεδιπλώνεται μέσα μου. Όταν εκλαμβάνω τον εαυτό μου σαν μία ‘γεμάτη’ εμπειρία που προϋποθέτει να είμαι παρών και διαθέσιμος στο να κατανοήσω τα συναισθήματα μου. Το να λειτουργώ με ενσυναίσθηση είναι για μένα μία ποιότητα μοναδική, η οποία κάθε φορά επαναπροσδιορίζεται πρώτα από τη δική μου ιδιοσυγκρασία και στη συνέχεια από την επαφή μου με τον άλλο. Έτσι μόνο μπορώ να ακολουθήσω την ροή της ζωής γεμάτος εμπιστοσύνη στις ικανότητες του εαυτού μου. Να στέκομαι δίπλα του ως μία αξιόπιστη συντροφιά που βοηθάει λεπτό προς λεπτό στην κατανόηση των εμπειριών του. Και εκείνες τις φορές, που αγκαλιάζω με αυθεντικότητα, αποδοχή, ενσυναίσθηση και φροντίδα τα κομμάτια μου, είναι και οι φορές που μπορώ να αγκαλιάζομαι κι εγώ από τους άλλους.
Βιβλιoγραφικές αναφορές
Rogers, C. R. (1995). A way of being. Houghton Mifflin Harcourt.