Πρεμ Άντρι: «Η αυθεντική σου φύση είναι πέρα από τον ψυχοθεραπευτή σου»

Συνέντευξη στη: Κοραλία Ξεπαπαδέα

Με τον Πρεμ Άντρι (Γεώργιο Φραγκάκη) μας έφερε σε επαφή ένα κοινό μας, πολύ αγαπημένο πρόσωπο… Αρχικά τον προσέγγισα ηλεκτρονικά για να μας πει λίγα λόγια για τη νουβέλα του Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή (εκδ. Σμίλη), η οποία, με τρόπο προβοκατόρικο, «σπάει» τη δεοντολογία του επαγγέλματος ενός ψυχολόγου και αποδομεί το «προσωπείο» του ειδικού. Με αυτόν τον τρόπο, ο Πρεμ Άντρι προσπαθεί να υπογραμμίσει την αξία του προσωπικού αγώνα του καθένα και της καθεμιάς μας, πόσω μάλλον των θεραπευτών που συχνά «εφησυχάζονται» μετά την απόκτηση των πτυχίων τους.

Το πρώτο μέιλ μου τον βρίσκει στις Βρυξέλλες, όμως, δεν αργεί να απαντήσει, παρότι ήταν μέρες γιορτών, λίγο πριν κάνει ποδαρικό στη ζωή μας το 2023. Με προσκαλεί να τον λέω «Άντρι» και μοιράζεται μαζί μου ότι αυτό που εκτιμά στο έργο του είναι η παρουσίαση του διαστρεβλωμένου άνδρα και του φοβισμένου έρωτα όσο πιο απαλλαγμένα από κλισέ μπορεί. Ο επαναστατικός τρόπος γραφής του σκιαγραφεί τις συνέπειες μιας κοινωνίας που δεν ενδιαφέρεται για την ευδαιμονία των πολιτών της, παρά μόνο για τη δική της «αποτελεσματικότητα». Μια κοινωνία ανθρώπων που υποτάσσεται σε πατριαρχικά και συντηρητικά πρότυπα χωρίς να την αφορούν οι μοναδικές ποιότητες του καθενός μας – για αυτό και το έργο είναι ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ.

Στην πορεία της συζήτησης ανέκυψαν, φυσικά, κι αλλά, πολύ ενδιαφέροντα – προς συζήτηση – θέματα. Και αλίμονο δηλαδή… Η ψυχοθεραπεία είναι πλέον ένας από τους πιο ενδεδειγμένους «δρόμους» που φαίνεται να επιλέγουν ή σκέφτονται να επιλέξουν ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι (να και ένα ευχάριστο!) για να φτάσουν στην αυτογνωσία, την αυταγάπη, την αυτό-φροντίδα, την αποδοχή του εαυτού. Αλήθεια… φτάνει ποτέ κανείς εκεί; Φτάνει ποτέ κανείς σε αυτό που οι προσωποκεντρικοί θεραπευτές ονομάζουν «αυτοπραγμάτωση» και, αν ναι, με ποιους τρόπους και ποιους «αγώνες»; Μπορεί κανείς να είναι και να νιώθει «πλήρης»; Δεδομένου μάλιστα ότι στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο που ζούμε δηλαδή, δεν υπάρχουν ούτε «μυστικά ευτυχίας» ούτε «συνταγές ζωής», πλην… ελαχίστων εξαιρέσεων.

«Φρεναπάτη»: Ένα ταξίδι στην αυθεντική αγάπη

Η νουβέλα του Πρεμ Άντρι με τίτλο «Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή» είναι ένα ταξίδι ζωής με προορισμό την απελευθέρωση του αυθεντικού μας εαυτού από τα πατριαρχικά και σεξιστικά δεσμά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο επίμετρο η ψυχολόγος Βασιλική Κούτρα: «Ο συγγραφέας επικοινωνεί διαστάσεις σύγχρονες και απροσπέλαστες. Η νουβέλα αποτελεί ένα ημερολόγιο οδοιπορικού προς τη ροτζεριανή πραγμάτωση με ψυχοδυναμικές, υπαρξιακές και φεμινιστικές επιρροές, στο οποίο μιλάει για ζητήματα τόσο φοβερά και τόσο καταλυτικά για τις κοινωνίες και τις ανθρώπινες σχέσεις που όλοι θα έπρεπε να μελετήσουμε και να προβληματιστούμε ουσιαστικά. […] Με απίστευτη τρυφερότητα προσφέρει μια πανανθρώπινη κάθαρση που είμαι βεβαία πως θα ανακουφίσει τις ψυχές όλων».

Ο συγγραφέας μας τα εξηγεί καλύτερα παρακάτω. Εγώ θα πω μόνο αυτό: όποιος και όποια αποφάσισε – κάπου – κάπως – κάποτε – για όποιο λόγο – ακόμα και άγνωστο στον εαυτό του τότε – να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι που λέγεται ψυχοθεραπεία, έχει κάνει μια αλματώδη επιλογή ζωής και θα βρίσκεται για όσο ζει σε μια ιδιόμορφη τύπου «δέσμευση» με τον εαυτό του: μια δέσμευση αυστηρά εσωτερική και βαθιά υπαρξιακή που θα ξεκινά από μέσα του και θα τον γυρνά πάντα εκεί.

Παραθέτω παρακάτω όσα συζητήσαμε με τον Πρεμ Άντρι, τόσο για τα βιβλία του, όσο και για το «ταξίδι» της ψυχοθεραπείας και τις «παγίδες» του.

Σε γνωρίζουμε ως Γεώργιο Φραγκάκη, όμως, πλέον υπογράφεις ως Πρεμ Άντρι. Θα ήθελες να μιλήσεις για αυτή σου τη μετάβαση;

«Ναι και είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να τη μοιραστώ δημόσια. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό… Ας τα πάρουμε από την αρχή: Στην πορεία μου είχα πάντα μια “πείνα” για τη ζωή και την εξερεύνησή της. Ταυτόχρονα είχα και την “πείνα” της εσωτερικής μου απελευθέρωσης. Έτσι, πειραματίστηκα και ανακάλυψα διαφορετικά μονοπάτια αυτογνωσίας και εμβάθυνσης -Δυτικά και Ανατολικά- στα οποία είμαι ευγνώμων, καθώς με έχουν προικίσει τόσο ως άνθρωπο, όσο και ως συγγραφέα και θεραπευτή. Σε ένα από αυτά ανακάλυψα τη δύσκολη διαδρομή της εσωτερικής απάρνησης, της εγκατάλειψης του ό,τι έως τότε με προσδιόριζε -δηλαδή τις επαναλαμβανόμενες κασέτες του μυαλού-. Μαζί τους, ήρθα σε επαφή και με τη διάθεση για παραίτηση από όλες εκείνες τις εγωκεντρικές επιθυμίες και προσκολλήσεις σε ιδιοτελείς σκοπούς. Μέσα από έντονες -και τολμώ να πω αρκετά επώδυνες- βιωματικές διαδικασίες και λυτρωτικούς διαλογισμούς ένιωσα πως ήμουν έτοιμος, κάποια στιγμή, να απελευθερώσω τον Γεώργιο Φραγκάκη -με ότι αυτός κουβαλούσε και συμβόλιζε- και να υποδεχτώ το νέο όνομα που μου προσφέρθηκε, Πρεμ Άντρι, που στα σανσκριτικά σημαίνει “Βουνό Αγάπης”. Έκτοτε, συνεχίζω τα προσωπικά μου βήματα σε ένα τρόπο που προσπαθεί να παραγκωνίζει την προσκόλληση στον εγωκεντρισμό και στο παρελθόν και αφήνεται στη συνεχόμενη πνευματική καλλιέργεια του εαυτού».

Οπότε θα σε φωνάζω Άντρι! Άντρι, λοιπόν, σκέφτομαι να ξεκινήσουμε με τέσσερις πιο γενικές κι αόριστες ερωτήσεις και σιγά-σιγά να μπούμε στο «ζουμί» της συνέντευξης. Δεδομένου ότι έχεις δύο ιδιότητες, μία του συγγραφέα και μία του ψυχοθεραπευτή, ήθελα να σε ρωτήσω και για τις δύο. Θα ήθελες να μας μιλήσεις, λοιπόν, για κάποιους από τους αγαπημένους σου ήρωες της λογοτεχνίας;

«Θα έλεγα πως εκτιμώ ιδιαίτερα τα ζεύγη των αντιθέσεων διότι στην ένωσή τους αντικρίζω τον ολοκληρωμένο άνθρωπο που για αιώνες τεμαχίζεται από τη δυτική κουλτούρα (βλ. απόλυτα καλός και απόλυτα κακός, ηθικός και ανήθικος κ.ο.κ) όπως είναι η Αντιγόνη και ο Κρέοντας, από την αγαπημένη μου τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη».

Ένα ιστορικό πρόσωπο ή πλαίσιο που εκτιμάς ιδιαίτερα και ένα που αντιπαθείς;

«Εκτιμώ τον Χριστό ως πνευματικό δάσκαλο μα απογοητεύομαι συχνά με τη στάση της εκκλησίας που εδώ και αιώνες καπηλεύεται το βάθος και τον αγώνα του για να συντηρήσει μια εξουσιαστική θέση που πολλές φορές μπλοκάρει την αποδοχή, την ειλικρινή άνευ όρων αγάπη και ανθρωπιά, την ανοιχτωσιά, την αυθεντικότητα και την εσωτερική ανάπτυξη των πιστών της. Επίσης, απογοητεύομαι όταν μια θρησκεία “αγάπης” -όπως συχνά βαφτίζει τον εαυτό της- βάζει εμπόδια στην εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να αναιρεί τις πολύτιμες αξίες του φωτισμένου της δασκάλου».

Πώς φαντάζεσαι την ευτυχία;

«Η ευτυχία κατά τη γνώμη μου δεν εξαρτάται από οτιδήποτε έξω από εμένα. Ούτε χρήματα, ούτε σπίτια -σίγουρα όχι πτυχία- ούτε κοινωνική αναγνώριση και οικογενειακή κατάσταση. Θα έλεγα ότι είναι μια εμπειρία που προέρχεται από μέσα μας, απογυμνωμένη από προσδοκίες και παραδομένη στην ευγνωμοσύνη προς αυτό που είμαστε και βιώνουμε στο τώρα. Θα ήθελα πολύ να κατακτήσω κάποια στιγμή αυτόν τον “τρόπο να υπάρχω” αν και γνωρίζω ασφαλώς πως είμαι ακόμα αρκετά μακριά από αυτό. Τουλάχιστον εκτιμώ πως είμαι συνειδητός».

Αν ήσουν τραγούδι, ποιο τραγούδι θα ήσουν;

«Αυτή η ερώτηση με ταξιδεύει πίσω στο αφήγημά μου με πολύ διασκεδαστικό τρόπο. Το αγαπημένο συγκρότημα του παιδιού που ήμουν στη δεκαετία του ’90 ήταν οι Carpenters και θυμάμαι πως σιγοτραγουδούσε το Rainy Days and Mondays πριν – κατά τη διάρκεια και μετά το σχολείο. Στη μετα-εφηβεία -στη καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της Ελλάδας- βούτηξα κι εγώ στο σκοτάδι της ψυχής κι αν το συναίσθημά μου ηχούσε μελωδικά θα θύμιζε το κομμάτι Escape! του Philip Glass από το σάουντρακ της ταινίας Οι ώρες. Σήμερα, αν ήμουν τραγούδι θα ήμουν οι Δρόμοι Παλιοί του Μίκη Θεοδωράκη σε ερμηνεία Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Ωστόσο, σύμφωνα με τον λογαριασμό μου στο Lastfm (prem_adri) τα τραγούδια που έχω περισσότερο ακούσει έως σήμερα, με 769 επαναλήψεις είναι το Nessun Dorma από την όπερα Τουραντό του Giacomo Puccini σε ερμηνεία Andrea Bocelli και αμέσως μετά, με 186 επαναλήψεις το Jackie’s Strength της Tori Amos (στην εκτέλεση του δίσκου Gold Dust)».

Τι είναι αυτό που σε εμπνέει να γράφεις λογοτεχνία;

«Χμ, είναι δύσκολο να το απαντήσω αυτό. Αν είσαι συγγραφέας ή καλλιτέχνης, κάθε έργο στο οποίο εργάζεσαι είναι πραγματικά πολύ ιδιαίτερο έως και προκλητικό. Ενδεχομένως, λοιπόν, να επιλέγεις να εμβαθύνεις σε ένα συγκεκριμένο όραμα που αφορά τον δικό σου αγώνα, την περιέργεια ίσως και την κάθαρσή σου. Για παράδειγμα, ο Σαίξπηρ ελκόταν από την τραγωδία. Οι κωμωδίες του είναι υπέροχες, αλλά οι τραγωδίες του είναι ασύγκριτα βαθύτερες και πάντα έχουν να κάνουν με τη θεματική της βίας. Από την άλλη, υποπτεύομαι πως όσοι γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα -ή μυθιστορήματα μυστηρίου- έλκονται από τη θεματική του φόνου, διότι ο φόνος είναι το απόλυτο έγκλημα. Στη περίπτωσή μου, λοιπόν, με ελκύει να γράφω για σχετικά “αουτσάιντερ” χαρακτήρες ή για ανθρώπους που έχουν περιθωριοποιηθεί ή εξαθλιωθεί ή στερηθεί τα δικαιώματά τους. Έτσι, με ελκύει το εσωτερικό παιδί, οι απρόσωπες αλλά και οι διαπροσωπικές εμπειρίες, η ζωή και ο θάνατος, οι χαρακτήρες που περιγράφουν τις εμπειρίες τους με αρχετυπικούς τρόπους. Μαζί τους και η γέννηση, το μυστήριο της θρησκείας και της πνευματικότητας, το πώς αναδύονται οι προσωπικότητές μας αλλά και το πώς ξεθωριάζουν. Όλες αυτές οι θεματικές είναι το δικό μου ταξίδι και κατ’ επέκταση η λογοτεχνική μου έκφραση».

Πώς βιώνεις τη συγγραφική διαδικασία; Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα έπρεπε ίσως να έχει κανείς υπόψη πριν ξεκινήσει να γράφει ένα βιβλίο;

«Ως συγγραφέας προσπαθώ να είμαι απλά ο εαυτός μου και να αφηγούμαι με μια φυσική απλότητα, όχι για να διεκδικήσω κάτι αλλά για να εκφραστώ και να διευρυνθώ ο ίδιος. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, γράφω για εμπειρίες ή καταστάσεις που δεν έχω βιώσει ή που δε θα διεκδικούσα εύκολα στη ζωή μου όπως στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες μου. Όμως, ανεξαρτήτως του περιεχομένου, έχω παρατηρήσει πως όσο βαθαίνω στα κείμενά μου, τόσο βιώνω τη λυτρωτική εμπειρία όπου δεν είμαι πλέον μόνος αλλά δημιουργώ μέσα από αυτό που είμαι, δηλαδή μέσα από τον αυθεντικό μου εαυτό… Αν, λοιπόν, έχω να προτείνω κάτι σε οποιονδήποτε θέλει να πειραματιστεί με τον χώρο της τέχνης είναι πως οτιδήποτε κάνει να το κάνει με όλη του την καρδιά και με όση περισσότερη ησυχία αλλά και ένταση μπορεί. Ακούγεται οξύμωρο, ε; Οτιδήποτε, όμως, γίνεται με μισή καρδιά -με προσδοκίες ή επίκριση- δεν φέρνει ούτε χαρά ούτε πληρότητα αλλά άγχος, αγωνία και ένταση καθώς ο εαυτός μας δεν μπορεί να αφεθεί στη φύση του και να αναδείξει τη δημιουργικότητά του. Άλλωστε, αυτή θα έλεγα πως είναι μία από τις μεγαλύτερες συμφορές που μας έχει συμβεί ως ανθρωπότητα -το ότι είμαστε τελείως αποσυνδεδεμένοι-. Κλείνοντας, να προσθέσω πως και μουσική είναι εξίσου σημαντική για μένα. Λατρεύω να ακούω κλασική μουσική καθώς έχω ένα είδος ρομαντικού / συναισθηματικού δεσμού μαζί της και συχνά με συνοδεύει τόσο στους στοχασμούς μου όσο και στην ίδια την εμπειρία της συγγραφής. Ταυτόχρονα, με βοηθά να βρίσκω τη μουσική στις φωνές των διαφόρων χαρακτήρων μου και περνάω μεγάλο μέρος του χρόνου μου ακούγοντάς την μέσα στο κεφάλι μου ή τραγουδώντας στον εαυτό μου».

Μιας και ανέφερες τα έργα σου, θα ήθελες να μας πεις δυο λόγια για την υπόθεση της νουβέλας σου «Φρεναπάτη: Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου θεραπευτή;»

«Η “Φρεναπάτη” είναι μια νουβέλα που την συνέλαβα σε μια συζήτηση που είχα με τη συνάδελφο/ψυχολόγο Βασιλική Κούτρα στη Γερμανία. Είναι βασισμένη σε ένα περιστατικό που η ίδια παρακολουθούσε και αναφέρεται σε έναν τραυματισμένο μεσήλικα ψυχολόγο που αισθάνεται άδειος καθώς δεν είχε ακόμη συμφιλιωθεί με τον αυθεντικό του εαυτό. Στην προσπάθειά του να ορθοποδήσει και να σταθεί ως ερωτικός άνδρας απέναντι στη γυναίκα, ερωτεύεται μια πελάτισσά του κι αφού δεν μπορεί να την έχει στη ζωή του ως ερωμένη, την αιχμαλωτίζει στις φαντασιώσεις του ως θύμα. Ως αναγνώστες, λοιπόν, διαβάζουμε σε πρώτο πρόσωπο τη μαρτυρία του όσο προσπαθεί να βρει τη δύναμη να διακινδυνεύσει τα πάντα για την απελευθέρωσή του».

«Ούτε ξέρουμε τι είναι η αγάπη, ούτε ξέρουμε πώς να συνδεθούμε με αυτ@ που αγαπάμε»

Ποιο είναι το «μήνυμα» που ήθελες να περάσεις μέσα από αυτό το έργο;

«Ούτε ξέρουμε τι είναι η αγάπη, ούτε ξέρουμε πώς να συνδεθούμε με αυτόν/-ήν που αγαπάμε. Ο πρωταγωνιστής του έργου θυματοποιεί τον εαυτό του και τις γυναίκες διότι δεν έχει αντιληφθεί πως ο έρωτας είναι μια σιωπή, μια χαρά, μια ειρήνη, μια ευδαιμονία μεταξύ δύο προσώπων. Για τον λόγο αυτό προσπαθεί να ανακαλύψει τον τρόπο που θα καταφέρει να αφεθεί στη θηλυκότητα και να την εμπιστευτεί στο δρόμο του προς το άγνωστο. Θα έλεγα ότι είναι μια σουρεαλιστική νουβέλα που βασίζεται σε πραγματικούς ανθρώπους και περιστατικά που είχα την τύχη να μου αφηγηθούν και να τα καταγράψω».

Γιατί είναι τόσο «δύσκολο» να αγαπά κανείς και να αγαπιέται, να «υπάρχει» και να «συνυπάρχει»;

«Γιατί στην Ελλάδα δεν μας δίδαξαν να αγαπάμε και να χαιρόμαστε τον εαυτό μας. Θυμάμαι πριν λίγες μέρες άκουσα σε έναν εορτάζοντα να του εύχονται “να σε χαιρόμαστε”. Όχι “να χαίρεσαι τον εαυτό σου, όσα είσαι και όσα έχεις καταφέρει μέχρι τώρα”. Με αυτόν τον τρόπο, είναι αδύνατον να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, να τον αποδεχτούμε, να τον απολαύσουμε και κατ’ επέκταση να ανακαλύψουμε και το τι είναι η αγάπη. Αυτό σκιαγραφώ και στη Φρεναπάτη: Τον αγώνα του πρωταγωνιστή να βγει από το εγώ και τις ενδοβολές του, να αντικρίσει τον αυθεντικό του εαυτό ώστε η αγάπη να έρθει από μόνη της. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα για την αγάπη, καθώς εκείνη είναι μια αυθόρμητη άνθιση, η οποία ανθίζει με φυσικότητα σε ένα κλίμα σιωπής -χωρίς νου, χωρίς όρους και επιβολές, με απόλυτη διαύγεια, ειρήνη και κοντινότητα-. Άλλωστε, επί της ουσίας, η αγάπη χρειάζεται βαθιά συνειδητότητα μιας και αποτελεί την συνάντηση δύο (ή περισσοτέρων) ψυχών».

Ως κλινικός ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής, θα έλεγες πως η θεραπεία θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να γνωρίσουν την αγάπη;

«Πολύ ωραία ερώτηση! Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να πω σε κανέναν τι είναι η αγάπη αλλά μπορώ να τον βοηθήσω να την βρει μέσα του. Αυτή είναι η δουλειά μου: Να τον βοηθήσω να γίνει πιο συνειδητός και να γνωρίσει τη γαλήνη του εαυτού του, έτσι ώστε σιγά – σιγά να αρχίσει να βλέπει ότι δεν είναι μόνος, ότι δεν είναι μόνο ένα σώμα, ένα μυαλό αλλά ότι υπάρχει και κάτι άλλο, κρυμμένο πίσω από όλα αυτά, που είναι η εμπειρία της ζωής του. Και το παράδοξο ξέρεις ποιο είναι; Ότι για να φτάσεις σε αυτό το σημείο κάποιες φορές πρέπει να απομακρυνθείς από τα πάντα: Από το σώμα, το μυαλό και την καρδιά ώστε να γνωρίσεις το κέντρο της ύπαρξής σου, το σημείο εκείνο όπου η αγάπη ακτινοβολεί από εσένα την ίδια και τότε θέλεις για πρώτη φορά να την μοιραστείς με κάποιον/-α που είναι εξίσου δεκτικός/-ή και έτοιμος/-η να ανοίξει και τη δική του/της καρδιά σε εσένα. Έτσι, η συνάντηση αυτών των δύο ανοιχτών συνειδήσεων είναι κατά τη γνώμη μου η αυθεντική και σπάνια εμπειρία της αγάπης και η συγχώνευσή τους μπορεί να φέρνει τον μεγαλύτερο “οργασμό” που ίσως να έχει βιώσει ποτέ ένα σώμα».

Οπότε θα έλεγες ότι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να συρρέουν στη θεραπευτική «πολυθρόνα» είναι ότι δεν είναι αρκετά «συνειδητοί»;

«Τι είναι ο εαυτός μας; Σχεδόν όλα του είναι δανεισμένα από διαφορετικές πηγές: Από τους γονείς, τους γείτονες, τους δασκάλους, τους ιερείς, τα βιβλία. Αυτό έχει μάθει να κάνει: Να καταπίνει όλα τα είδη πληροφοριών, όλες τις ταμπέλες και τους όρους που του επιβάλλονται απ’ έξω ώσπου στο τέλος βρίσκεται με ένα πυρήνα γεμάτο αντιφάσεις και συχνά, η όποια εμπειρία του, καταλήγει να μην έχει κανένα νόημα για εκείνον. Συνεπώς, φαίνεται ότι το μυαλό μας επί της ουσίας εκπαιδεύεται έτσι ώστε να μην είναι διαυγές. Δες το ελληνικό παιδαγωγικό σύστημα για παράδειγμα. Παραμένει συντηρητικό. Οι σύγχρονες θεματικές όπως το φύλο, η σεξουαλικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα στην ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού και η δημιουργική, κριτική και καλλιτεχνική σκέψη, η ξεκούραση, το παιχνίδι και η συμπερίληψη είναι έξω από τις τάξεις. Πολύ φυσικά, λοιπόν, το μυαλό μας φαίνεται να είναι θολωμένο και δυσκολεμένο στο να είναι συνειδητό. Μόλις, όμως, μάθει να σωπαίνει τον νου, η ύπαρξη αναδύεται αυτομάτως και πάλι έντονη και διαυγής. Δεν τίθεται, λοιπόν, θέμα λογικής ούτε επιλογής. Απλώς κάνει αυτό που πολύ φυσικά ήταν πάντα προγραμματισμένο να κάνει και η μόνη πραγματική “θεραπεία” στην απελευθέρωση του νου είναι η αποδοχή, η συμπόνια και η καλοσύνη».

Ποιος, λοιπόν, θα έλεγες ότι είναι ο ρόλος του θεραπευτή;

«Η πλήρη κατάσταση της (αυτο)αποδοχής είναι άγνωστη στη Δύση, και μόνο στη πλήρη (αυτο)αποδοχή του εαυτού μας μπορεί κανείς να αποκτήσει την γαλήνη του να υπάρχει, απελευθερωμένος από τα επαναλαμβανόμενα σενάρια και τους κριτές του μυαλού. Γιατί όταν σταματήσει όλη η φλυαρία των όρων και των προσδοκιών που μας έχει επιβληθεί από τους γύρω μας, τότε μόνο μπορεί κανείς να ακούσει τη μικρή και ήσυχη φωνή που είναι η ίδια του η καρδιά. Κι έτσι, για πρώτη φορά, αποκτά την επίγνωση του εαυτού του: “Είμαι εδώ. Ήμουν πάντα εδώ”. Ωστόσο, έχω παρατηρήσει πως ακόμα και πολλοί ψυχοθεραπευτές φοβούνται να ανακαλύψουν την ύπαρξή τους και τον αυθεντικό και απογυμνωμένο τους εαυτό. Έτσι, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ο Ελβετός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που τόσο εκτιμώ, Καρλ Γιούνγκ, με την αθάνατη φράση του: “Το να γνωρίζεις το δικό σου σκοτάδι, είναι η καλύτερη μέθοδος για να αντιμετωπίσεις τα σκοτάδια άλλων ανθρώπων”.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω ένα σημαντικό ξεκαθάρισμα: Η αυθεντική σου φύση είναι πέρα από τον ψυχοθεραπευτή σου. Ένας ψυχοθεραπευτής που δεν έχει δουλέψει σε βάθος με τον εαυτό του μπορεί εύκολα να περιορίζεται στο μυαλό του ή στο μυαλό του πελάτη του – και όπως είπαμε οι άνθρωποι είμαστε πέρα από τα μοτίβα του μυαλού μας. Έτσι, ως προσωποκεντρικός θεραπευτής στο πυρήνα μου -αλλά όχι μόνο καθώς συνεχίζω να διευρύνω τη θεραπευτική μου ματιά και με τόσα άλλα φιλοσοφικά και πνευματικά πεδία πολύτιμης κληρονομιάς- έχω καταλάβει ότι καμία τεχνική δεν οδηγεί στην ιαματικότητα και τη φροντίδα της ψυχής καθώς, εν τέλει, η θεραπεία συμβαίνει πέρα από το νου. Έτσι, η ευθύνη του θεραπευτή είναι να έχει πρωτίστως την επίγνωση της δικής του διαδρομής, της ανακάλυψης και της εμβάθυνσης.

Στη συνέχεια, με όλα όσα έχει εξερευνήσει, βιώσει και συλλέξει, συνοδεύει και στηρίζει τον άνθρωπο να γνωρίσει τον δικό του, μοναδικό εσωτερικό κόσμο. Δεν είναι η δουλειά του να «φτιάξει» μια «δυσλειτουργική κατάσταση», καθώς αυτή είναι μόνο ένα σύμπτωμα, ένας απλός δείκτης. Μπορεί ασφαλώς να την μελετήσει με τον άνθρωπο που τη βιώνει και να τον βοηθήσει να την νοηματοδοτήσει και να την αντιληφθεί σε βάθος, όμως, στη πραγματικότητα η θεραπεία είναι η αποδοχή τόσο των λεπτών λειτουργιών του νου όσο και του αυθεντικού προσώπου που παραμένει καταπιεσμένο μέσα μας και ζητά να γίνει ορατό και σεβαστό. Μόνο έτσι, έχω παρατηρήσει, ότι αναδύεται η συμφωνία, η επίγνωση και η γαλήνη που μεταμορφώνει τις ζωές μας. Έτσι, ο ρόλος μου ως θεραπευτής, όπως εγώ τον νοηματοδοτώ, είναι να διευρύνουμε μαζί με τον πελάτη την αυθεντική του φύση ώσπου ξαφνικά, μια μέρα, να αναρωτηθεί: Μα πού είναι αυτό το σκοτάδι που με στοίχειωνε; Πού είναι αυτή η συνεχής βιασύνη των σκέψεων; Ξαφνικά είναι απολύτως ανοιχτός και αυτή είναι μια εμπειρία γεμάτη χαρά και αγαλλίαση που μόνον όταν βιωθεί μπορεί να γίνει κατανοητή. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου και η ουσία της λύτρωσης αλλά παρακαλώ να μη γίνεται αυτοσκοπός».

Μιας και το ανέφερες, εργάζεσαι και ως εκπαιδευτής στη προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα και στο Βέλγιο. Υπάρχει, κατά τη γνώμη σου, κάποια «παγίδα» στην εκπαίδευση ενός ψυχοθεραπευτή;

«Πολλές, όπως το να εξισώνουμε το επάγγελμα του θεραπευτή με τους ακαδημαϊκούς τίτλους που έχει αποκτήσει κάποιος. Ωστόσο, θα μείνω σε μια διάσταση που ταιριάζει με τη συζήτησή μας έως τώρα και είναι αυτή της αυθεντικής μας φύσης. Πιστεύω, λοιπόν, πως κάθε άτομο γεννιέται μοναδικό και κάθε άτομο έχει τα δικά του ταλέντα. Το να «πατρονάρεις» τους φοιτητές σου σε μια συγκεκριμένη θεωρία και να απαιτήσεις από αυτούς να μιμούνται τον τρόπο σου θεωρώ ότι είναι “έγκλημα”. Αν προσπαθήσεις να γίνεις Carl Rogers, μπορεί να μοιάζεις με τον Rogers, μπορεί να ακούγεσαι στο τόνο της φωνής σου σαν αυτόν, μπορεί να αποκρίνεσαι σαν αυτόν, αλλά ως θεραπευτής είναι σίγουρο πως θα αστοχήσεις. Για την ακρίβεια θα χάσεις όλα όσα η ζωή και το βάθος της θεραπευτικής σχέσης ήταν έτοιμα να σου προσφέρουν. Ο Rogers υπήρξε μόνο μια φορά, το έργο μας τώρα είναι να ανακαλύψουμε ποιος και ποια είσαι εσύ ως θεραπευτής/-τρια, να ανακαλύψουμε τον δικό σου πλούτο και να σε στηρίξουμε ώστε μέσα από τη δική σου μοναδικότητα να εξελίξεις τις “θεωρίες” που σου διδάσκουμε αλλά, ίσως και κάποιες αντιλήψεις αυτού του κόσμου. Μου αρέσει να εκπαιδεύω τους φοιτητές μου με “ανοιχτωσιά” και με δυναμική να αμφισβητούν, όχι μόνο εμένα και τις διάφορες θεωρίες στη ψυχολογία και στη ψυχοθεραπεία, αλλά και την ίδια τη ζωή. Γιατί είναι ακριβώς αυτό που τους κάνει συνειδητούς, ανοιχτούς και ανατρεπτικούς σε μια εποχή που χρειάζεται αυτές τις ποιότητες περισσότερο από ποτέ».

Με τι ασχολείσαι τώρα; Ποιο είναι το επόμενο έργο σου;

«Σε ευχαριστώ που ρωτάς. Το επόμενο έργο μου θα κυκλοφορήσει σε λίγες εβδομάδες με τον τίτλο: “Η Πραγμάτωση της Λίλιθ: Ψυχοθεραπεία, Μύθος και Θηλυκότητα” από εκδόσεις Κοντύλι και αφορά τον αναστοχασμό μου ως λευκός cis άνδρας θεραπευτής αναφορικά με τη δουλειά που καλούμαι να κάνω με τον εαυτό μου ώστε να είμαι σε θέση να λειτουργήσω ιαματικά προς το βίωμα της καταπιεσμένης θηλυκότητας, ιδιαίτερα σε αυτούς τους καιρούς που δοκιμάζεται η γυναικεία αντοχή και δύναμη πιο συνειδητά από ποτέ. Ταυτόχρονα, εμπλουτισμένος από την προσωπική εμπειρία με μια πελάτισσα που παραθέτω στο έργο μου, καταθέτω στο τέλος του κειμένου, μέσω ενός λογοτεχνικού μονολόγου, τη δική μου προσέγγιση της Γένεσης μέσω από το μύθο και την αφήγηση της Λίλιθ, με απώτερο σκοπό τη συνδρομή μου στη φεμινιστική θεολογία και την ανάδυση ενός ανοιχτού διαλόγου πάνω στις ταυτότητες των γυναικών της ελληνικής παράδοσης. Με άλλα λόγια, το βιβλίο μου πραγματεύεται τον αγώνα μου προς την αγάπη, την εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια, την αλήθεια και την αυθεντικότητα, καθώς η πατριαρχία ανήκει στο παρελθόν, το οποίο έχει παρέλθει, και ο φεμινισμός ανήκει στο μέλλον, το οποίο έρχεται».

Πηγή: https://www.neolaia.gr/

Μπορεί να σας ενδιαφέρει …