Ψυχολογική δυσπροσαρμοστικότητα: Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία και Ψυχοπαθολογία

Άρθρο: Βασίλειος Σκανδάλης
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Άντρι Γεώργιος Φραγκάκης
Ψυχολόγος – Προσωποκεντρικός Ψυχοθεραπευτής


Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η παρουσίαση της θέσης της προσωποκεντρικής θεραπευτικής προσέγγισης απέναντι στην ψυχική δυσπροσαρμοστικότητα/ψυχική διαταραχή, καθώς και η αντιπαραβολή και σύγκρισή της έναντι του ιατρικού μοντέλου της ψυχιατρικής. Στο πλαίσιο αυτό, παρατίθενται οι βασικές θέσεις και στάσεις του κάθε μοντέλου απέναντι στην θεώρηση του ανθρώπου, στον ορισμό της ψυχικής διαταραχής, καθώς και στην θεραπευτική προσέγγιση και αντιμετώπιση. Στην συνέχεια, θα εμβαθύνουμε στο πώς λειτουργούν οι έξι θεραπευτικές συνθήκες της προσωποκεντρικής προσέγγισης για την θεραπεία των αιτίων της ψυχικής διαταραχής καθώς και, το κατά πόσον οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να συνυπάρξουν, να συνεργαστούν και να λειτουργήσουν συμπληρωματικά για την επίτευξη μιας πιο ολιστικής θεραπείας και αποκατάστασης της επιθυμητής ψυχικής ισορροπίας.

Λέξεις κλειδιά: προσωποκεντρική, ψυχοπαθολογία, δυσπροσαρμοστικότητα, ψυχοθεραπεία, ψυχιατρική


Εν αρχή, ως «ψυχική υγεία» ορίζεται μία κατάσταση ευημερίας στην οποία το άτομο συνειδητοποιεί τις ικανότητές του, μπορεί να διαχειριστεί το «φυσιολογικό» στρες της ζωής, να εργαστεί παραγωγικά και αποδοτικά καθώς και να συνεισφέρει στην κοινωνία (Mezzich, Botbol, Christodoulou, Cloninger, & Salloum, 2016). Στον αντίποδα αυτού, η έννοια της «ψυχοπαθολογίας» (ή ψυχική δυσπροσαρμοστικότητα) είναι ευρύτερη και εξαρτάται από το ποιος την ορίζει, ήτοι οι εκπρόσωποι του ιατρικού μοντέλου (βλ. ψυχίατροι) ή οι εκπρόσωποι του ανθρωπιστικού μοντέλου (βλ. προσωποκεντρικοί θεραπευτές, ολιστικοί θεραπευτές, κλπ.). Καθώς στο δυτικό κόσμο το ιατρικό μοντέλο κυριαρχεί, έχει καθιερωθεί η «παράδοση» όπου ως ψυχική διαταραχή θεωρείται ένα νευρολογικό «ελάττωμα», το οποίο ευθύνεται για διαταραχή στην σκέψη και στην συμπεριφορά και το οποίο απαιτεί ιατρική θεραπεία και φροντίδα (Carson, Butcher, & Mineka, 1996). Σύμφωνα με αυτό, οι παράγοντες που ενδέχεται να οδηγήσουν ένα άτομο να αναπτύξει μια τέτοια διαταραχή μπορούν να είναι κληρονομικοί, βιο-χημικοί καθώς και παράγοντες που οφείλονται στο περιβάλλον κατά τα πρώτα στάδια της ζωής του ατόμου. Συνεπώς, υπό το πρίσμα όπου η ψυχική διαταραχή ερμηνεύεται ως ασθένεια, οι ψυχίατροι και λοιποί επαγγελματίες που συνεργάζονται σε πλαίσια ψυχικής υγείας, προσπαθούν να εξηγήσουν την επιμέρους ψυχική διαταραχή με σκοπό να την κατηγοριοποιήσουν και να προσδιορίσουν την κατάλληλη θεραπεία (Joseph & Worsley, 2005). Στη προσπάθειά τους να ταξινομήσουν τις διαφορετικές «ανώμαλες» ψυχολογικές συνθήκες, μέσα από τον Αμερικάνικο Ψυχιατρικό Σύλλογο δημιούργησαν το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM).  Έκτοτε, λειτουργεί ως εργαλείο αναφοράς μέσα από το οποίο ένας ψυχίατρος παραβαίνει σε μια διάγνωση βασισμένη στα συμπτώματα που παρατηρεί ώστε να διαχωριστεί η συγκεκριμένη πάθηση από κάποια άλλη και να ακολουθηθεί η συγκεκριμένη θεραπεία για την συγκεκριμένη ασθένεια (Joseph & Worsley, 2005; Sanders, 2005; Wilkins, 2005; Schmid, 2005; Sommerbeck, 2005).

Στο αντίβαρο αυτού, ο Carl Rogers, ιδρυτής της προσωποκεντρικής προσέγγισης δεν ασπάζεται απόλυτα το ιατρικό μοντέλο για την κατανόηση της ψυχοπαθολογίας και δεν βασίζεται στην αντίληψη ότι συγκεκριμένες διαταραχές απαιτούν και συγκεκριμένες θεραπείες. Αντιθέτως, δίνει έμφαση σε μια πιο ολιστική ματιά, με την αρχή πως ο άνθρωπος έχει γνωστικές, συναισθηματικές, σωματικές και πνευματικές διαστάσεις που χρειάζεται να έχουν ισότιμο χώρο έκφρασης μέσα στην θεραπευτική διαδικασία (Sanders, 2005). Βασική αρχή του, το άτομο είναι από τη φύση του προικισμένο με πλούσιες δυνατότητες να κατανοεί τον εαυτό του και να μεταβάλει την αυτοεικόνα του, τις βασικές στάσεις ζωής και την αυτοκατευθυνόμενη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, τοποθετεί τον κάθε άνθρωπο σε μια θέση μοναδικής και απόλυτης αυθεντίας αναφορικά με τη γνώση του, τις εμπειρίες του, τα συναισθήματά του, τις αναμνήσεις του και τον εσωτερικό του κόσμο. Προσεγγίζεται ως μία αδιάσπαστη ολότητα της οποίας οι νοητικές, ψυχολογικές και φυσικές διαστάσεις αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους και αποτελούν ένα σύνολο που, με τη σειρά του, αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον (Rogers, 1959). Στη περίπτωση, όμως, όπου ο οργανισμός αρνείται να συνειδητοποιήσει σημαντικές εμπειρίες, οι οποίες κατά συνέπεια δεν αποτελούν μέρος της αυτοεικόνας του, ενδέχεται να βιώσει ψυχολογική ένταση ή ασυμφωνία η οποία, υπό προυποθέσεις θα μπορούσε, πράγματι, να τον οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ψυχικής διαταραχής ή δυσπροσαρμοστικότητας (Rogers, 1951).

Από την ως άνω αναφορά καθίσταται σαφής η απόκλιση και η διαφορετική προσέγγιση της ψυχικής διαταραχής από τα δύο μοντέλα. Λόγο αυτού, η προσωποκεντρική θεωρία είχε δεχθεί έντονη κριτική ότι δεν είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ψυχοπαθολογία και ότι παρουσιάζει για χρόνια μια απουσία βιβλιογραφίας αναφορικά με την εξήγηση και αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών. Έτσι, στη πλειοψηφία τους, παλαιότερα ψυχιατρικά και ψυχολογικά κείμενα που έχουν ως θέμα τους την ψυχική υγεία και την ψυχοπαθολογία φαίνεται να μη κάνουν σημαντική αναφορά στην προσωποκεντρική και κατά συνέπεια, ένας εκπαιδευόμενος πάνω στη ψυχική υγεία θα είναι, ενδεχομένως, δικαιολογημένος αν πιστεύει την υπόθεση ότι η προσωποκεντρική δεν μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους με σοβαρά και χρόνια ψυχικά προβλήματα (Sanders, 2005). Σε κάθε περίπτωση, όμως, από τα τέλη του 20ου αιώνα έως σήμερα υπήρξε μια μεγάλη στροφή από τους προσωποκεντρικούς επιστήμονες προς την ψυχοπαθολογία, την κατανόηση του φαινομενολογικού πεδίου των ατόμων που ταλαιπωρούνται από ψυχική διαταραχή και, όπως θα αναλυθεί και στην επόμενη ενότητα, την αντιμετώπιση της υπό το πρίσμα της προσωποκεντρικής θεωρίας (Mearns, 1994; Wilkins, 2005). Ετσί, στο σημείο αυτό θα επικεντρωθούμε στη σύγκριση και την αντιπαραβολή του ιατρικού μοντέλου με την προσωποκεντρική προσέγγιση και θα εξεταστεί το κατά πόσο τα εν λόγω δύο μοντέλα μπορούν να αλληλεπιδράσουν, να συνυπάρξουν, να συμπληρώσουν και να βοηθήσουν το ένα το άλλο.

Η ψυχή στο μικροσκόπιο

Με γνώμονα ότι απώτερος σκοπός του ιατρικού μοντέλου είναι να επαναφέρει το άτομο στην πρότερη κατάσταση «ευημερίας» ή σε μια κατάσταση ευημερίας του μέσου όρου των ανθρώπων, μέσω της χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής η οποία παρέμβει στον οργανισμό και την βιολογία του, προσπαθώντας να μειώσει ή να εξαφανήσει τα ανεπιθύμητα συμπτώματα μιας αποκλίνουσας συμπεριφοράς από αυτό που θεωρείται «φυσιολογικό», τείνει να σκιαγραφείται ως μία άκρως παρεμβατική προσέγγιση (Sanders, 2005). Υπό αυτό το πλαίσιο, η κρίση του ατόμου/ασθενή αναφορικά με το τι είναι καλό για τον ίδιο δεν λαμβάνεται πάντα υπόψη (Warner, 2006). Στο αντικαθρέφτισμα αυτού, το προσωποκεντρικό μοντέλο δεν αποδίδει συγκεκριμένη θεραπεία σε συγκεκριμένο σύμπτωμα, αλλά επικεντρώνεται στην λειτουργία του οργανισμού ως συνόλου (Warner, 2005). Ως εκ τούτου, δεν υποστηρίζει τον δογματισμό της διάγνωσης και ασφαλώς δεν αποκαλεί το άτομο που ταλαιπωρείται από ψυχική διαταραχή «ασθενή» αλλά «πελάτη» ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου (Sommerbeck, 2005). Στις επιδράσεις που δέχεται από αυτόν, αντιδρά με τον οργανισμό του, σύμφωνα βέβαια με το πως βιώνει την καθημερινότητά του με ένα τρόπο καθαρά υποκειμενικό. Αυτό υποδηλώνει ότι η συμπεριφορά του δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί βάσει μιας «αντικειμενικής» πραγματικότητας αλλά μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της υποκειμενικής βίωσης (Rogers, 1971, 1977) όπου, μέσα από αυτή την εμβάθυνση, μπορούμε να καταλάβουμε πολλές παθολογικές συμπεριφορές, να κατανοήσουμε τον τρόπο που αναπτύχθηκαν αποδεχόμενοι ότι η διαταραχή είναι πολλές φορές ένας τρόπος επιβίωσης (Mearns, 1994).

Αναλυτικότερα, ο Rogers (1951, 1959) καταγράφει δεκαεννέα προτάσεις μέσω των οποίων θεωρεί ότι η ψυχική διαταραχή οφείλεται στην εσωτερίκευση των όρων αξίας κατά την παιδική/εφηβική ηλικία και στην ασυμφωνία μεταξύ οργανισμικής ανάγκης και αυτοεικόνας που κατά συνέπεια δημιουργείται. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της συσχέτισης με τους σημαντικούς Άλλους (βλ. γονείς, δασκάλους, κλπ.), η ανάγκη για αποδοχή και αγάπη από Αυτούς -υπό όρους- διαμορφώνουν πολλές φορές μια διαστρεβλωμένη αυτοεικόνα στο άτομο. Ως εκ τούτου, διάφορες εμπειρίες που βιώνει στη συνέχεια της ζωής του δεν καταφέρνουν να ενταχθούν στην αυτοεικόνα και το οδηγούν σε άρνηση ή διαστρέβλωση των εν λόγω εμπειριών και κατά συνέπεια σε ασυμφωνία και σε εσωτερική ένταση, στρες, αγωνία, φόβο (Rogers, 1959). Ένα βοηθητικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ένας γονέας ο οποίος αδυνατεί να δεχτεί το γεγονός πως πολλές φορές μπορεί να βγαίνει εκτός ελέγχου όταν το παιδί του φωνάζει ακατάπαυστα. Αντίθετα, να θεωρεί πως είναι ένας πολύ συναισθηματικός και υπομονετικός γονιός. Αυτή η διαφορά, ανάμεσα στο βίωμα και την αυτοεικόνα, μπορεί να δημιουργήσει μια απόσταση εντός του και σε περίπτωση που αυτή επεκτείνεται και εμπλουτίζεται και από άλλες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση εσωτερικής ασυμφωνίας στην οποία το άτομο αισθάνεται ευάλωτο (Rogers, 1959) και, είναι η αιτία που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να προκαλέσει ψυχοπαθολογικά φαινόμενα (Rogers, 1951).  Αναλυτικότερα, καθώς η αυτοεικόνα του ατόμου είναι περιορισμένη και δεν είναι σε επαφή με τις οργανισμικές του ανάγκες, η ασυμφωνία που προκύπτει εκφράζεται με αποδιοργανωμένη συμπεριφορά, τρόπο σκέψης και διαδικασίες που αποκαλούνται με όρους του ιατρικού μοντέλου γενικά ως ψυχική διαταραχή και, ειδικότερα ως νεύρωση, διαταραχή προσωπικότητας ή, σε περίπτωση που η αποδιοργάνωση έχει μεγάλη έκταση και ένταση και, ως εκ τούτου, οι άμυνες του οργανισμού δεν είναι ικανές να αποτρέψουν τον κατακερματισμό της αυτοεικόνας, ως ψύχωση (Wilkins, 2005). Συνεπώς, με τη χρόνια ή υψηλή για το άτομο ένταση της ασυμφωνίας διαταράσσεται και μέρος της φυσιολογίας και βιολογικής λειτουργίας του οργανισμού (Stone, Reed, & Neale, 1980).  Αυτή η σύγχυση εγείρει αισθήματα άγχους και στρες ενεργοποιώντας το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και την έκκριση μιας σειράς στρεσογόνων ορμονών, όπως οι λεγόμενες κατεχολαμίνες και η κορτιζόλη, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η εσωτερική λειτουργικότητα και η ψυχική ομοιόσταση του ατόμου (Carlson, 2003; McEwen, 1999). Καθώς, για την προσωποκεντρική προσέγγιση, θεμελιώδες στοιχείο είναι η τάση πραγμάτωσης που ορίζεται ως μια βιολογική τάση προς περισσότερη διαφοροποίηση και πραγμάτωσης των δημιουργικών δυνατοτήτων του οργανισμού, έρχεται ασφαλώς σε αντίθεση με άλλες θεωρίες που έχουν μια αρνητική στάση για την ανθρώπινη φύση θεωρώντας πως ο μόνος τρόπος για να μια δημιουργική ζωή είναι ο περιορισμός των καταστροφικών ορμών και παρορμήσεων. Φυσικά, η προσωποκεντρική φιλοσοφία δεν πρόκειται για μια αφελή θετική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης αλλά έχει να κάνει με τις δυνατότητες του ανθρώπου που θεωρείται πως μπορούν να εκφραστούν όταν βρίσκεται σε ένα ασφαλές και αποδεκτικό περιβάλλον. Εκεί, αποσκοπεί και η θεραπευτική διαδικασία που ακολουθεί με την πρόθεση να απελευθερώσει αυτές τις δυνατότητες αφαιρώντας τα όποια εμπόδια (Rogers, 1951, 1956). Έτσι, μέσα από μια μη κατευθυντική στάση, η οποία υπογραμμίζει τον σεβασμό στην ικανότητα του κάθε ανθρώπου να αυτο-προσδιορίσει την ύπαρξή του, συνοδεύει τον πελάτη σε μια διαδικασία εμβάθυνσης, ανάπτυξης και ωρίμανσης. Τονίζει την θεραπεία, την επούλωση, μέσω μιας ανθρώπινης σχέσης και όχι την παρεμβατική αντιμετώπιση συμπτωμάτων και συμπεριφορών μέσω μιας αγωγής (Joseph & Worsley, 2005; Sanders, 2005; Wilkins, 2005; Schmid, 2005; Sommerbeck, 2005).

Η Lambers επιχείρησε να γεφυρώσει αυτή την απόσταση ανάμεσα στα δύο μοντέλα αναλύοντας πώς οι βασικές κατηγορίες ψυχικής διαταραχής, όπως έχουν κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με όρους της ψυχιατρικής (νεύρωση, ψύχωση, και διαταραχή της προσωπικότητας), μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο της προσωποκεντρικής θεωρίας, τονίζοντας το γεγονός ότι η προσωποκεντρική αρνείται την ταμπέλα της διάγνωσης. Ωστόσο, μπορεί να κατανοήσει τις επιμέρους ψυχικές διαταραχές, ώστε να βοηθηθεί ο προσωποκεντρικός θεραπευτής και να καταλάβει καλύτερα το φαινομενολογικό πλαίσιο αναφοράς του πελάτη (Wilkins, 2005). Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει ότι η νεύρωση αναπτύσσεται στην περίπτωση που υπάρχουν ισχυροί ενδοβαλλόμενοι όροι αξίας και ως εκ τούτου εξωτερικό κέντρο αξιολόγησης, καθώς και στην περίπτωση που η τιμωρία μη συμμόρφωσης, στους εν λόγω όρους αξίας, οδηγεί στην στέρηση της αποδοχής και της στοργής. Σαν συνέπεια, δημιουργείται μια αρνητική αυτοεικόνα, τα συναισθήματα διαστρεβλώνονται ή καταπιέζονται, συνεπεία της ανάπτυξης αμυνών, με σκοπό την επιβίωση του ατόμου, επιφέροντας μια γενικότερη ασυμφωνία (Wilkins, 2005). Η ψύχωση αποτελεί μια διανοητική κατάσταση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η απόσυρση από την «φυσιολογική» επαφή τόσο με την πραγματικότητα όσο και με τους άλλους ανθρώπους. Η Lambers επαναλαμβάνει την θέση του Rogers ότι η ψύχωση είναι μια κατάσταση αποσύνθεσης λόγω της κατάρρευσης των αμυνών της νεύρωσης και η ανάπτυξη (λόγω της τεράστιας απειλής που δέχεται ο εαυτός) ακραίων μορφών άμυνας, όπως είναι η παρανοϊκή και η κατατονική συμπεριφορά. Τέλος, η διαταραχή προσωπικότητας σχετίζεται με σημαντική μείωση της ικανότητας του ατόμου να λειτουργήσει ως κοινωνικό ον και ενέχει μια υποκειμενική δυσφορία και δυστυχία, η αιτία της οποίας, κατά τον θεραπευόμενο, προκαλείται από τους άλλους και ως εκ τούτου είναι εκτός του πεδίου ελέγχου του. Η Lambers θεωρεί ότι η διαταραχή προσωπικότητας προκαλείται όταν στο πλαίσιο σημαντικών σχέσεων σε μικρή ηλικία παρατηρείται είτε παραμέληση είτε επίμονη κατάχρηση εξουσίας και ύπαρξη όρων αξίας για την ικανοποίηση όσων εξασκούν την εν λόγω εξουσία. Η αβεβαιότητα που προκαλείται από τέτοιου είδους σχέσεις, οδηγεί σε βαθιά ριζωμένη αίσθηση αναξιότητας (Wilkins, 2005).

Συνεπώς, φαίνεται πως ο ακριβής συμβολισμός είναι αποφασιστικής σημασίας: για την ανάπτυξη της «ρεαλιστικής» αυτοαντίληψης, για την επίγνωση των στόχων και των κινήτρων, για τη αντίληψη του κόσμου και  για την ανάπτυξη της ικανότητας εκείνης που είναι απαραίτητη για τη δημιουργική αντιμετώπιση των προβλημάτων (Μπρούζος, 2004). Η έλλειψη συμβολισμού αλλά και η διαστρεύλωσή του επιδρούν ανασταλτικά στις διαδικασίες αυτές. Από τη μια, ο Rogers (1951) αναφέρεται σε αυτή την ψυχολογική δυσπροσαρμογή, δηλαδή την άρνηση του οργανισμού να δεχτεί σημαντικές αισθητικές και σπλαχνικές εμπειρίες, που στη συνέχεια συμβολοποιούνται και δεν ενσωματώνονται στην αυτοεικόνα του και, από την άλλη, ο συνδυασμός των ανωτέρω μαζί με άλλους παράγοντες κληρονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς και παράγοντες ιδιαίτερων επιμέρους συνθηκών (Mearns, 1994; Wilkins, 2005). Βασισμένος σε αυτό το γεφύρωμα, ο Speierer (1996) αναφέρεται για πρώτη φορά στη θεραπεία της «ασυμβατότητας». Πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζει τρεις πηγές που προκαλούν ασυμβατότητα:(1) τους κοινωνικούς παράγοντες/επικοινωνιακούς παράγοντες (όροι αξίας), (2) τους νευροβιολογικούς παράγοντες και (3) τα σημαντικά συμβάντα ζωής που μπορούν να αλλοιώσουν τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Η Warner (2001), από την άλλη, θεωρεί πως ο τρόπος που ένας άνθρωπος βιώνει τις εμπειρίες είναι ο τρόπος που συναντιέται με τον κόσμο και αποδίδει νόημα στα ερεθίσματα και τις πληροφορίες που δέχεται. Αναλυτικότερα, προτείνει ένα μοντέλο κατανόησης της ψυχοπαθολογίας που εστιάζει στην ικανότητα του ανθρώπου για επεξεργασία. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι βιώνουν μια διαδικασία δύσκολη για τους ίδιους, τους θεραπευτές και τους άλλους ανθρώπους σε κάποιες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως ενώ η εμπειρία της επεξεργασίας είναι θεμελιώδης πλευρά της ανθρώπινης φύσης πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να τη βιώσουν ομαλά και φυσικά με αποτέλεσμα να βιώνουν μια διεργασία δύσκολη για τους ίδιους, τους θεραπευτές ή και τους δύο. Έτσι, αναγνωρίζει τρεις τύπους επεξεργασίας: (1) την εύθραυστη/ευάλωτη διεργασία (Fragile Process), (2) τη διασχιστική/αποσχιστική διεργασία (Dissociated Process) και την (3) ψυχωτική διεργασία (Psychotic Process) (Warner, 2001).

Εύθραυστη/ Ευάλωτη Διεργασία

Στην Εύθραυστη/Ευάλωτη Διεργασία, οι πελάτες έχουν τη δυσκολία να διατηρήσουν συγκεκριμένες εμπειρίες στην προσοχή μετριάζοντας το επίπεδο της έντασης. Συνήθως δεν έχουν βιώσει κατανόηση και ενσυναίσθηση από τους σημαντικούς Άλλους στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και είναι πάρα πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να αντιληφθούν την οπτική γωνία του άλλου χωρίς να αισθανθούν ότι ακυρώνεται η δική τους εμπειρία. Σαν να αισθάνονται πως όταν ο Άλλος έχει διαφορετική άποψη, μπορεί η συνθήκη αυτή να είναι απειλητική γι’ αυτούς. Έτσι, φαίνεται πως είναι πολύ ευαίσθητοι στα σχόλια και οι θεραπευτές χρειάζεται να μείνουν κοντά στις λέξεις τους και στις ανάγκες τους.  Συχνά, οι ανθρωποι αυτοί διαγιγνώσκονται ως οριακές ή ναρκισσιστικές προσωπικότητες, κάτι το οποίο συνδέεται άμεσα με την κλασσική κατηγοριοποίηση (Warner, 2001).

Διασχιστική/ Αποσχιστική Διεργασία

Στην Διασχιστική/Αποσχιστική Διεργασια, οι πελάτες βιώνουν τον εαυτό τους σαν να έχει κομμάτια που δεν αντιλαμβάνεται το ένα την παρουσία του άλλου για κάποιες χρονικές περιόδους. Συνήθως έχουν μια εμπειρία τραύματος στην πρώτη παιδική ηλικία και οι θεραπευτές χρειάζεται να μείνουν κοντά τους με αποδοχή για την κάθε πλευρά που εμφανίζεται. Η Warner καλεί να δίνεται σε αυτά τα άτομα όσο το δυνατό μεγαλύτερη προσοχή σε αυτές τις πλευρές που εμφανίζουν, μιας και συνήθως οι θεραπευτές μπορεί να τις υποτιμούν και να μην τις αναγνωρίζουν με την σοβαρότητά τους. Συχνά διαγνώσκονται ως πολλαπλές προσωπικότητες, και τονίζει πως σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ η προσωποκεντρική προσέγγιση (Warner, 2001).

 Ψυχωτική Διεργασία

Τελος, στην Ψυχωτική Διεργασία, φαίνεται οι πελάτες δεν μπορούν να διαμορφώσουν αφηγήσεις για τις εμπειρίες τους που να έχουν νόημα για το περιβάλλον.Έχουν σημαντική δυσκολία στην επαφή με τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους και μπορουν να ακούν φωνές ή να έχουν ψευδαισθήσεις που δεν είναι αποδεκτές κοινωνικά και δεν μπορούν να τις επεξεργαστούν. Συνήθως αυτό μπορεί να προκαλείται από οργανικούς παράγοντες σε συνδυασμό με το έντονο άγχος της ζωής ή ακόμα  και από σοβαρά τραύματα και οργανικές αλλοιώσεις. Σε αυτά τα άτομα, οι θεραπευτές χρειάζεται να μείνουν κοντά τους με αποδοχή χρησιμοποιώντας αντανακλάσεις για να ενδυναμώσουν την επαφή με την πραγματικότητα (Warner, 2001).

Διάγνωση (Assessment) και οι έξι θεραπευτικές συνθήκες του Rogers

Ακόμα και εάν με μια πρώτη ματιά, η κατηγοριοποίηση της Warner (2001) μπορεί να θυμίζει αυτό που η κλασικήψυχιατρική συνηθίζει να αποκαλεί «διάγνωση», εμβαθύνοντας μπορούμε να δούμε πως αναφερόμαστε σε δυο εντελώς διαφορετικές φιλοσοφίες. Αναλυτικότερα, η διαφοροποίηση του μοντέλου της Warner, σε σχέση με τη θεωρία του Rogers, είναι ότι η διάγνωση αφορά τη διεργασία του πελάτη και όχι το πρόσωπο. Σε αντίθεση με την κλασική ψυχιατρική η οποία πρεσβεύει μιά κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε σχέση  με συμπτώματά τους, η Warner (2001) δε βάζει κάποια ταμπέλα στο πρόσωπο του πελάτη ούτε προσπαθεί να το κατηγοριοποιήσει. Αντίθετα, προσπαθεί να κατανοήσει τη διεργασία και το πως εκείνο επεξεργάζεται την εμπειρία που βιώνει, με ποιόν τρόπο συναντιέται με τους ανθρώπους γύρω του κλπ. και να επιχειρήσει να το θεραπεύσει παρέχοντάς του τις έξι (6) αναγκαίες θεραπευτικές συνθήκες (ΘΣ) του Rogers (Warner, 2001). Ας εστιάσουμε σε αυτές αναλυτικά.

Η πρώτη συνθήκη επικεντρώνεται στην ύπαρξη μιας βαθιάς θεραπευτικής σχέσης. O Rogers (1991), στη θεωρία του προσδίδει στις διαπροσωπικές σχέσεις εξέχουσα σημασία, όχι μόνο ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργική θεραπευτική αλλαγή αλλά γιατί παράλληλα τη θεωρεί το θεμέλιο για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, όπως έχει αναφέρει από μια πληθώρα εκπροσώπων της προσωποκεντρικής προσέγγισης, έχει διαπιστωθεί στην πράξη ότι στην περίπτωση ανθρώπων με ψυχική διαταραχή (βλ. σχιζοφρένεια), η ύπαρξη και διατήρηση μιας διαπροσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ θεραπευτή και πελάτη είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία της ψυχοθεραπείας. Αυτό άλλωστε ενστερνίζεται και η θεωρία του Pre-Therapy του Garry Prouty (2007) στην περίπτωση ψυχωτικών ατόμων ή διανοητικά καθυστερημένων. Η Warner (2005) εύστοχα τονίζει τον ρόλο και την θετική επιρροή της θεραπευτικής σχέσης κατά την δύσκολη διαδικασία επεξεργασίας του πελάτη, δεδομένου ότι οι καταστάσεις ψυχικής διαταραχής χαρακτηρίζονται συνήθως από κάποια δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις. Άλλωστε, υπογραμμίζεται πως η σχέση είναι ο αποφασιστικότερος παράγοντας στη θεραπευτική διαδικασία μιας και όταν τα δύο άτομα είναι σε ψυχολογική επαφή ή έχουν τη στοιχειώδη επαφή, ο ένας προκαλεί μια αντιληπτή ή υποαντιλαμβανόμενη διαφορά στο αντιληπτικό πεδίο του άλλου χωρίς να θυσιάσει την προσωπική του δύναμη και εξουσία πάνω στον εαυτό του (Rogers, 1959; Wilkins, 2005). Πιο συγκεκριμένα, ο Rogers (1987) θεμελίωσε τη σπουδαιότητα της σχέσης στην ανάγκη του ατόμου για θετική αναγνώριση από τους σημαντικούς Άλλους, δηλαδή την ανώτερη ανάγκη για αποδοχή και κατανόηση των βιωμάτων του, για αναγνώριση του προσώπου του ως μοναδικής και αξιαγάπητης οντότητας.

Ο Prouty και η Warner υποστήριξαν ότι κάποιοι τρόποι επεξεργασίας της εμπειρίας επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα των ανθρώπων να έρθουν σε ψυχολογική επαφή. Στη σκέψη τους διατηρείται η προσπάθεια του θεραπευτή να έρθει σε επαφή με τον πελάτη και να τον κατανοήσει  παρά να αλλάξει την εμπειρία του (Warner, 2007). Όταν όμως ο πελάτης δεν είναι σε ψυχολογική επαφή με τον εαυτό του, τον κόσμο και τους άλλους, ο θεραπευτής μπορεί να καταλάβει αυτό που φαίνεται αλλά όχι το ευρύτερο μήνυμα του πελάτη και το πλαίσιο αναφοράς του (VanWerde & Prouty, 2007). Έτσι, ως δεύτερη συνθήκη, ο Rogers (1951) αναφέρεται στην ασυμφωνία του πελάτη που, όπως αναφέρθηκε, δημιουργεί την ψυχική διαταραχή κατά την προσωποκεντρική προσέγγιση και, η εσωτερική ένταση που συνεπάγεται, λειτουργεί συχνά ως κίνητρο ώστε να οδηγηθεί ο θεραπευόμενος σε αποτελεσματική ψυχοθεραπεία, να παρατηρήσει τον εαυτό του και να οδηγηθεί στην αλλαγή (Bohart & Tallman, 1999).

Η παροχή άνευ όρων αποδοχής από τον θεραπευτή στον πελάτη, η τρίτη θεραπευτική συνθήκη, ενέχει ένα στοιχείο σεβασμού στον θεραπευόμενο και στην κατάστασή του και μια εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του. Το γεγονός ότι ο θεραπευτής καταλαβαίνει και εκτιμά τον θεραπευόμενο, τον βοηθάει να αποβάλλει τους φόβους και τις άμυνές του, να αισθανθεί αποδεκτός, εκτιμητέος και κατά συνέπεια πιο ασφαλής να εκτεθεί, να εξωτερικεύσει συναισθήματα και σκέψεις (Cooper, O’Hara, Schmid, & Wyatt, 2007). Ως εκ τούτου, δίνεται η δυνατότητα στον πελάτη να ακουστεί η φωνή του, η δική του θεώρηση των πραγμάτων, ώστε να μπορέσει σταδιακά να αποδεχθεί τον εαυτό του με όλες τις αντικρουόμενες πτυχές του, να συνειδητοποιήσει τους όρους αξίας που του έχουν επιβληθεί, να επεξεργαστεί εμπειρίες με έναν τρόπο που μπορεί να του επιτρέψει να αποκτήσει μια αίσθηση και νοηματοδότηση εμπειριών του, των αντιδράσεών του και των προτιμήσεων του. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο πελάτης να οδηγηθεί στην αυτό-βελτίωση, στην αλλαγή και στην αυτοπραγμάτωση (Wilkins, 2005).

Δεδομένου ότι η ασυμφωνία που προκαλείται από τους ενδοβαλλόμενους όρους αξίας, θεωρείται, όπως προαναφέρθηκε, ως κύρια αιτία της δημιουργίας ψυχικής διαταραχής κατά την προσωποκεντρική θεωρία, η παροχή της  συμφωνίας/αυθεντικότητας από τον θεραπευτή στον πελάτη στο πλαίσιο της θεραπευτικής σχέσης (τέταρτη ΘΣ) κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική, γιατί η έκφραση από τον θεραπευτή της γνήσιας αλήθειας του δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα ώστε να μπορέσει ο πελάτης να ψάξει να βρει την αλήθεια μέσα του και να οδηγηθεί σε κάποιου είδους αυτογνωσία και αλλαγή (Rogers, 1961). Η αυθεντικότητα του θεραπευτή δημιουργεί μια ισότητα στην αλληλεπίδραση θεραπευτή-πελάτη, βγάζει από τον θεραπευτή τον ρόλο του ειδικού και επιτρέπει τόσο τον θεραπευτή όσο και τον πελάτη να λειτουργήσουν στην βάση της μοναδικότητάς τους (Warner, 2005). Σύνοδα, μέσω της ενσυναίσθησης του θεραπευτή απέναντι στον πελάτη (η ακριβής κατανόηση από τον θεραπευτή της εμπειρίας του πελάτη) (πέμπτη ΘΣ), βοηθά τον πελάτη να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του ακούγοντας τον θεραπευτή να του μεταδίδει τα συναισθήματα που ο ίδιος ο πελάτης είχε αρχικά εκφράσει, με την προϋπόθεση όμως ότι συνοδεύεται από την αυθεντικότητα του θεραπευτή (για να μην καταλήξει να είναι μια στεγνή αντανάκλαση των συναισθημάτων του θεραπευόμενου που θα μπορούσε να εκληφθείως μια τεχνική) (Rogers, 1957; Lieater, 1993). Τέλος, το γεγονός ότι ο πελάτης εισπράττει την αυθεντικότητα, την άνευ όρων αποδοχή και την ενσυναισθητική κατανόηση από τον θεραπευτή (έκτη ΘΣ), μειώνει τις άμυνές του, αυξάνει την ικανότητά του να συσχετιστεί με αυθεντικότητα και βελτιώνει την διαδικασία νοηματοδότησης και επεξεργασίας των βιωμάτων και των συναισθημάτων του (Warner, 2005).


Βιβλιογραφικές αναφορές

Bohart, A. & Tallman, K. (1999). A cognitive client-centered perspective on borderline personality development. In Lietaer, G., Rombauts, J. & Van Balen, R. (Eds), Client-centered and experiential psychotherapy in the nineties. Leuven, Belgium: Leuven University Press.

Cain, D.J. (ed). (2002). Classics in the Person-Centered Approach. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Carson, R., Butcher, J., & Mineka, S. (1996). Abnormal Psychology and Modern Life, New York: Harper Collins (10th Edition)

Cooper, M., O’Hara, M., Schmid, P., & Wyatt (2007). The Handbook of Person- Centred Psychotherapy and Counselling, Palgrave MacMillan.

Davison, G.C., Neale J.M., & Kring, A.M. (2004). Abnormal Psychology. USA: Wiley.

Empleton Tudor, L. Keemar, K. Tudor, K. Valentine, J., & Worrall, M. (2005). The person-centered Approach: a contemporary introduction. Basingstoke: Palgrave MacMillan.

Joseph St. & Worsley R. (2005). Psychopathology and the Person-Centred Approach: Bulding bridges between disciplines. St. Joseph & R. Worsley Person-Centred Psychopathology. A positive psychopathology of mental.

Lietaer, G. (1993). Beyond Carl Rogers, London: Coustable (Edited by David Brazier)

Mearns, D. (1994). Developing Person-Centered Counselling, London: Sage Publications.

Mearns, D. (2004). Problem-centered is not person-centered. Person-Centered and Experiential Psychotherapies 3,88-101.

Mearns, D. & Lambers, E. (1997). Person-centered diagnosis (handout).

Mearns, D. & Thorne, B. (2007). Person-Centered Counselling in Action, 3rd Edition, UK: Sage.

Merry, Τ. (2002). Learning and Being in Person-Centred Counselling(2nded). Ross-on-Wye: PCCS Books.

Mezzich, J.E., Botbol, M., Christodoulou, G.N., Cloninger, C.R., & Salloum, I.M. (2016). Person Centered Psychiatry, Switzerland: Springer International Publishing Switzerland.

Proctor, G. (2002). The Dynamics of Power in Counselling and Psychotherapy: Ethics, politics and practice. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Prouty, G. (2002). Humanistic Psychotherapy for People with Schizophrenia, In D. Cain and J. Seeman (Eds.), Humanistic Psychotherapies: Handbook of Research and Practice, American Psychological Association, Washington.

Prouty, G. (2007). Pre-Therapy: The application of Contact Reflections. American Journal of Psychotherapy, Vol.61, No. 3.

Rogers C.R. (1971). On facilitating encounter groups. The American Journal of Nursing, 71(2), 275–9.

Rogers, C.R. (1951). Client-Centered Therapy. Boston: Houghton Mifflin.

Rogers, C.R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology 27,95-103.

Rogers, C.R. (1959). A Theory of Therapy, Personality and Interpersonal Relationships as Developed in the Client-centered Framework. In S. Koch (ed.), Psychology, A Study of a Science. Vol. 3: Formulations of the Person and the Social Context. New York: McGraw Hill.

Rogers, C.R. (1961). On Becoming a Person: A therapists view of psychotherapy. London: Constable.

Sadock, B.J. & Sadock, V.A. (2003). Synopsis of Psychiatry behavioral sciences/clinical psychiatry. Philadelphia, USA: Lippincott Williams & Wilkins.

Sanders P. (2005). Principled and strategic opposition to the medicalisation of distress and all of its apparatus. St. Joseph & R. Worsley Person-Centred Psychopathology. A positive psychopathology of mental health, U.K. PCCS Books.

Sanders, Ρ. & Tudor, Κ. (2001) This is therapy: a person-centered critique of the contemporary-psychiatric system. In C Newnes, G Holmes and C Dunn (eds) This is Madness Too: Critical perspectives on mental health services. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Schmid, P.F. (2005). Authenticity and alienation: towards an undertanding of the person beyond thw categories of order and disorder. In S. Joseph and R. Worsley (2005) Person-Centred Psychopathology: a positive psychology of mental health. Ross-on-wye: PCCS books.

Schmid, P.F. (2004). Back to the client: a phenomenological approach to the process of understanding and diagnosis. Person-Centered and Experiential Psychotberapies 3, 36—51.

Sommerbeck, L. (2005). The Complementarity between Client-Centered Therapy and Psychiatry: The Theory and the Practice. In R. Worsley & St. Joseph (eds), Person-Centered Psychopathology. A positive Psychology of Mental Health. UK: PCCS Books.

Speierer, G.W. (1996). Client-centered therapy according to the Differential Incongruence Model (DIM). In R Hutterer, G Pawlowsky, PF Schmid and R Stipsits (eds) Client-Centered and Experiential Psychotherapy: A paradigm in motion. Frankfurt-am-Main: Peter Lang.

Van Werder, D. & Prouty, G. (2007). Pre-therapy. In Cooper,.M., O’ Hara, M. Schmid P.F. & Wyatt, G. The Handbook of Person-centered Psychotherapy and Counselling.

Warner, M.S. (2001). Empathy, relational depth and difficult client process. In S Haugh and ΤMerry (eds) Rogers’ Therapeutic Conditions: Evolution, theory and practice. Vol. 2: Empathy. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Warner, M.S. (2005). A person-centered view of human nature, wellness and psychopathology. In Joseph, S. and Worsley R. (eds), Person-Centered Psychopathology: a positive psychology of mental health. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Warner, M.S. (2006). Toward an Integrated Person-Centered Theory of Wellness and Psychopathology. Journal of the World Association for Person- Centered and Experiential Psychotherapy and Counseling, Person-Centered and Experiential Psychotherapies, Volume 5, Number 1.

Warner, M.S. (2007). Client incongruence and psychopathology. In Cooper,.M., O’ Hara, M. Schmid P.F. & Wyatt, G. The Handbook of Person-centered Psychotherapy and Counselling.

Wilkins, P. (2005). Assessment and “Diagnosis” in person-centred therapy, St. Joseph & R. Worsley, Person-Centred Psychopathology. A positive psychology of mental health. Herefordshire: PCCS BOOKS Ltd.

Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική:Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Μπορεί να σας ενδιαφέρει …