Συνέντευξη από το δημοσιογράφο Γιάννη Καφάτο
Το βιβλίο του Γεώργιου Φραγκάκη, «Φ», βρέθηκε στα χέρια μου από μια κοινή μας φίλη. Μου έκανε εντύπωση το σκίτσο* στο εξώφυλλο, ένα αγορίστικο κεφάλι φτιαγμένο με μολύβι και λίγες γραμμές από κόκκινο (μπικ θέλω να φαντάζομαι) εκεί που είναι το λευκό του ματιού. Σε κοιτάει βαθιά, ως αναγνώστη που πιάνεις στα χέρια σου αυτό το βιβλίο, ο νεαρός του εξωφύλλου, όπως στα πολύ βαθιά σε βάζει και το βιβλίο το ίδιο όταν αρχίσεις την περιπέτεια της ανάγνωσής του.
Το «Φ» είναι ένα άγριο μυθιστόρημα, μια βιογραφική κραυγή του ήρωα, Φίλιππου που αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ενώ είναι σε κώμα αναλογίζεται και μας παρουσιάζει τη ζωή του. Η μαεστρία του συγγραφέα καταφέρνει να κάνει το «Φ» κάτι περισσότερο από ένα δραματικό ανάγνωσμα ενός αυτόχειρα. Το «Φ» είναι κάλλιστα και ένα εσωτερικό ταξίδι για κάθε ξεχωριστό αναγνώστη αφού μέσα στις σελίδες του μπορεί να κάνει τις συνδέσεις και τις αναφορές και να αναπολήσει τη δική του ζωή.
Χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς κλισέ και με έναν γρήγορο ρυθμό ο συγγραφέας του «Φ», βυθίζει τον ήρωά του στους εφιάλτες που αποτελούν τα θραύσματα της ζωής του. Παίζει με τους χαρακτήρες και τα σύμβολα, και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ενός ψυχολογικού θρίλερ (μάλλον πάντα θέλω να βάζω μια «ετικέτα» σε ό,τι διαβάζω).
Μέσα από τα «προβλήματα» του ήρωα, ο συγγραφέας, καταφέρνει να μιλήσει για θέματα που απασχολούν την κοινωνία όπως η βία και εκφοβισμός μέσα στην οικογένεια – και όχι μόνον αυτά, με έναν πολύ ιδιαίτερο και καθόλου «διδακτικό» λόγο και τρόπο.
Το βιβλίο ξεκινάει με μία Εισαγωγή από την κυρία Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου, που έχει κάνει και την επιμέλεια του. Προσωπικά θα προτιμούσα το πραγματικά πολύ καλογραμμένο κείμενό της να διαβαστεί ως επίλογος και ο κάθε αναγνώστης να πάρει το ρίσκο της δικής του ανάγνωσης και «συνομιλίας» με το έργο.
Ο Γεώργιος Φραγκάκης με το «Φ» (εκδόσεις Σμίλη) κάνει την παρθενική του εμφάνιση στη συγγραφή και θέλω πολύ να διαβάσω και το δεύτερο βιβλίο που όπως μου είπε είναι σχεδόν έτοιμο.
Μέχρι τότε όμως προτείνω να γνωρίσουμε τον συγγραφέα μέσα από και από την άλλη του ιδιότητα: του Ψυχοθεραπευτή.
Πώς είσαι στην καθημερινότητά σου;
Στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου συνδέομαι με τους πελάτες μου κατά τις θεραπευτικές μας συνεδρίες ενώ στα μικρά διαλείμματα μελετώ τα κείμενά μου. Αυτές οι δύο διαδικασίες φαίνεται να έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ο τρόπος που προσεγγίζω έναν πελάτη δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον τρόπο που προσεγγίζω έναν λογοτεχνικό ήρωα όπως τον Φίλιππο, τον βασικό ήρωα του βιβλίου μου «Φ». Τα αρχικά στάδια γραφής είναι πράγματι πιο διερευνητικά. Μόλις βυθιστώ όμως σε εκείνον και την εμπειρία του, το έργο είναι πιθανό να με μεταφέρει σε ένα σημείο τόσο έντονου νοήματος και ουσίας στο οποίο επιθυμώ να δώσω όλο μου τον εαυτό, παρουσιάζοντας αυτή την πολύ προσωπική και εσωτερική διαδικασία στους αναγνώστες μου με όσο πιο άρτιο λόγο μπορώ.
Το γράψιμο είναι για σένα…;
Η συγγραφή για μένα είναι μια πολύ «συνειδητή» πράξη. Αναζητώ την ιδανική φωνή και την ιδανική μορφή μέσω των οποίων θα διηγηθώ έναν προσωπικό μου αγώνα προς την αναγνώριση του διαφορετικού, την εσωτερική μου μάχη με τις ίδιες μου τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, την προσπάθειά μου για διεύρυνση και τη μεταφορά μιας συνθήκης που αισθάνομαι πως έχει νόημα να ειπωθεί στη σημερινή μας κοινωνία. Η γραφή δεν είναι ούτε ένα δώρο προς τον εαυτό ούτε ένα δώρο προς τους άλλους. Είναι ένα δώρο προς μια πιο αφυπνισμένη κοινωνία.
Έχεις πει σε άλλη συνέντευξή σου: Η ανθρωπότητα φαίνεται πλέον, γεμάτη από ανεκπλήρωτες επιθυμίες αλλά και αποτυχίες. Τι προκαλεί το όποιο «ανεκπλήρωτο» στο άτομο, το κοινωνικό άτομο;
Οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου ζητούν απεγνωσμένα αποδοχή, αναγνώριση και ορατότητα από την κοινωνία που τους περιβάλλει. Σε πολλές περιπτώσεις, ο τρόπος ζωής τους δεν αντιπροσωπεύει καθόλου τον εαυτό τους και το πλαίσιο που τους περιβάλλει δεν τους επιτρέπει πάντα να ανθίσουν και να ανακαλύψουν τις εσωτερικές τους ποιότητες. Η κριτική, οι αυστηροί όροι αξίας που τους υποχρεώνουν να υπηρετούν και τους απομακρύνουν από τον εαυτό τους, οι διάφορες ματαιώσεις στην προσπάθειά τους για επικοινωνία και ο συμβιβασμός στις παραπάνω πραγματικότητες αποτελούν ισχυρά δεσμά που φυλακίζουν τον αυθορμητισμό, το παιχνίδι, την ξεκούραση και την ομορφιά της εσωτερικής και σχεσιακής ανακάλυψης και απόλαυσης.
Μαθαίνουμε να αντέχουμε; Τον εαυτό μας και τους άλλους;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και, καθώς στη συνέντευξη αυτή επικεντρωνόμαστε στη συγγραφική μου ιδιότητα και όχι στην ψυχοθεραπευτική, θα προσπαθήσω να βασιστώ σε ένα ανάλογο παράδειγμα. Όπως είπα, σχεδόν πάντα αρχίζω τη συγγραφή μου με ένα πρόσωπο. Στο μυθιστόρημά μου «Φ» μας εισάγει ο Φίλιππος στη ζωή και το αδιέξοδό του. Σταδιακά, από ενήλικας αρχίζει να αλλάζει μορφές μέχρι που συναντάμε το παιδί που ήταν κάποτε, το οποίο είχε γεννηθεί μέσα σε μια διαλυμένη φαμίλια που αδυνατούσε να το αγκαλιάσει και να το προστατέψει από κινδύνους που το σημάδεψαν σε όλη του την πορεία. Ήθελα να γράψω για έναν τέτοιο άνθρωπο καθώς και το τι μπορεί να συμβαίνει μέσα σε ένα σπίτι με κλειστές πόρτες και παράθυρα από τα οποία, κάποιες φορές, καταφέρνουν να δραπετεύουν ήχοι που μαρτυρούν την αλήθεια όμως ελάχιστοι έχουν την αντοχή να τους ακούσουν.
Για μένα, η συγγραφική αυτή διαδικασία ήταν σαν μια μεγάλη περιπέτεια αλλά και ένα μυστήριο. Ακολουθούσα τον Φίλιππο σε όλη τη διαδρομή της μεταμόρφωσής του: από μια ερωτική ιστορία, μια καταστροφή και διάλυση, σε μια αναγέννηση και έναν υπαρξιακό διαφωτισμό. Μαζί του πραγματεύτηκα τα ερωτήματα: «τι σημαίνει να ζεις και να προσπαθείς να συνδεθείς με τους ανθρώπους, όταν μέσα σου αισθάνεσαι νεκρός; Πώς αντέχεται αυτό;»
Τα ερωτήματα αυτά ήταν ένας μεγάλος διαλογισμός, ο οποίος διαρκώς με οδηγούσε στην αναγνώριση του προβλήματος του δυτικού κόσμου. Δεν ξέρω ακόμα τι πρακτικά σημαίνει «ελεύθερη βούληση» στον πολιτισμό μας όμως είναι κάτι πάνω στο οποίο αρκετοί άνθρωποι προβληματιζόμαστε καθημερινά και ποτέ δεν καταλήγουμε σε κάποια συμπεράσματα. Νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι. Πιστεύουμε ότι είμαστε απελευθερωμένοι ή πρόκειται να απελευθερωθούμε. Έρχεται όμως η εμπειρία να διαβεβαιώσει πως εν τέλει δεν είμαστε καθόλου ελεύθεροι. Αυτή η συνθήκη υπογραμμίζεται στο «Φ», το πώς η απώλεια της ελεύθερης βούλησης ενισχύει την απώλεια του εαυτού, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την απώλεια της σύνδεσης με τους άλλους.
Οι αναμνήσεις, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο σου. Πώς μπορεί κάποιος να ξεθάψει αναμνήσεις που «αρνούνται» να εμφανιστούν;
Καθώς κάνεις αυτή την ερώτηση, αναρωτιέμαι γιατί κάποιος να θέλει να ξεθάψει αναμνήσεις που «αρνούνται» να εμφανιστούν. Αυτή νομίζω πως είναι μια καλή αρχή για την απάντηση στο μεγάλο ερώτημα «ποιος είμαι τώρα;»
Πώς μπορεί μια σκληρή, άγρια ανάμνηση να μην γίνει βαρίδι αλλά συνοδοιπόρος στην πορεία ενός ανθρώπου;
Προσπαθώ να αναλογιστώ τη διαφορά ανάμεσα σε μια επώδυνη εμπειρία, στο «βαρίδι», και τον «συνοδοιπόρο» που ανέφερες. Βιωματικά μπορώ να μοιραστώ πως οι προσωπικές μου «άγριες» αναμνήσεις αποτέλεσαν, ύστερα από πολλή δουλειά με τον εαυτό μου, σημείο επίγνωσης και έναν αγώνα για ύπαρξη, αυτογνωσία και δικαίωμα να είμαι αυτό που αναδύεται από μέσα μου κάθε φορά, χωρίς κριτική και φόβο. Αυτό ακριβώς το δικαίωμα προσπαθώ να εμπνεύσω και στους πελάτες/αναγνώστες μου, όμως για να το καταφέρω χρειάζεται πρωτίστως να έχω το σθένος να αγκαλιάζω πολύ ευλαβικά τα προσωπικά μου βαρίδια που θα κυοφορώ πάντα μέσα μου και θα μου υπενθυμίζουν ποιος ήμουν, όχι όμως ποιος είμαι τώρα. Αυτό είναι ένα απελευθερωτικό δικαίωμα που έχει να κάνει με το «εδώ και τώρα».
Κυκλοφορείς στο δρόμο και παρατηρώντας τον κόσμο βλέπεις εν δυνάμει «πελάτες» που χρειάζονται ψυχοθεραπεία;
Βλέπω στο δρόμο ανθρώπους που ζητάνε να γίνουν ορατοί, να ακουστούν και να υπάρξουν. Ανθρώπους που ζητάνε να γνωρίσουν την άπλα του εαυτού τους χωρίς κριτική και ενοχή, ανθρώπους που λαχταράνε αποδοχή και αγωνίζονται να ενσωματώσουν όλα τα χαρακτηριστικά που αναδύονται από μέσα τους, τα γνώριμα ή τα υπαρκτά μόνο σε αισθήσεις, σε έναν ενιαίο πυρήνα. Μπορώ να πω πως συμπονώ αυτούς τους ανθρώπους, διότι έτσι είμαστε όλοι μας. Η διαφορά μας είναι το επίπεδο συνειδητότητας, επίγνωσης και αυτο-αποδοχής που έχει κατακτήσει ο καθένας.
Πόσο οι ασθενείς σου έχουν «υπαγορέψει» πτυχές του βιβλίου σου;
Ως προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής ονομάζω τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι «πελάτες» αντί για «ασθενείς» από τα αρχαία ελληνικά, όπου πελάτης < πελάζω < πέλας < σημαίνει πλησιάζω, έρχομαι κοντά. Με αυτό τον τρόπο τούς επιτρέπω να σχετίζονται μαζί μου ως απελευθερωμένα άτομα, μακριά από την ταμπέλα της «ασθένειας», καθώς πιστεύω βαθιά πως σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας εσωτερικός, αυθεντικός, αληθινός εαυτός, έμφυτες ικανότητες και μια τάση πραγμάτωσης που του επιτρέπει να κατευθυνθεί προς τη δημιουργική δράση να αναπτύξει το πλήρες δυναμικό του. Με άλλα λόγια, οι πελάτες μου είναι ικανοί να επιφέρουν εποικοδομητικές αλλαγές και διαθέτουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ένα αποτελεσματικό, απελευθερωμένο και παραγωγικό ανθρώπινο ον.
Σε κάθε σχέση, λοιπόν, που χαρακτηρίζεται από σεβασμό, ανοιχτότητα και κοντινότητα, ο ένας αφήνει ζωντανά αποτυπώματα στην ψυχή και τη σκέψη του άλλου, τα οποία επιτρέπουν τη θέαση μιας νέας διάστασης του κόσμου αλλά και μιας νέας ευθύνης προς τον κόσμο. Στην ερώτησή σου μπορώ να απαντήσω πως δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένα άτομα αλλά σε αυτή τη βαθύτερη κληρονομιά που μου αφήνει η σχέση μου μαζί τους, στο σύνολο των συναισθημάτων και των αισθήσεων που μοιραστήκαμε, των εικόνων, των νοημάτων και των στοχασμών για το τι σημαίνει «είμαι εγώ» και «επιλέγω να ζω».
Ως θεραπευτής, χρησιμοποιώντας – έστω και ανώνυμα – τις εξομολογήσεις των πελατών σου πώς αισθάνεσαι; Δεν είναι σαν να προδίδεις τη μεταξύ σας σχέση εμπιστοσύνης;
Πολύ ωραία ερώτηση! Αναφέρεσαι σε δύο διαφορετικές διαστάσεις της συγγραφικής μου δραστηριότητας. Η πρώτη είναι η μυθιστορηματική και η δεύτερη, η ερευνητική. Αναφορικά με τη μυθιστορηματική διάσταση, όπως προανέφερα, περιγράφω σημεία σύνδεσης, επίγνωσης και εσωτερικότητας που μοιράστηκα με τους πελάτες μου και χαρακτηρίζουν την κληρονομιά της θεραπευτικής μας σχέσης. Στο αντικαθρέφτισμα των μυθιστορημάτων μου, στις περιπτωσιολογικές μελέτες, όπου επικεντρώνομαι ερευνητικά σε κάποιον πελάτη και μελετώ την πορεία του μέσα στη θεραπευτική μας σχέση αλλά και τον τρόπο που και οι δύο μας επικοινωνούμε και σχετιζόμαστε, αυτό γίνεται με προστατευτικότητα, σεβασμό και ευγένεια. Μεσολαβεί μια πολύ λεπτή αλλά απαραίτητη νομική διαδικασία που εξασφαλίζει στον πελάτη την ασφάλεια, την ανωνυμία και τη μη πιθανή ταυτοποίησή του από τους γύρω του. Από την εμπειρία μου έως τώρα, η εμπιστοσύνη δεν παραβιάζεται όταν δύο άνθρωποι στέκονται με ειλικρίνεια, καθαρότητα και ανοικτότητα ο ένας απέναντι στον άλλον, εμπνέοντας μια ασφαλή σχέση, μέσα από την οποία αναπτύσσονται και κάποιες φορές, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, γίνονται δημιουργικοί.
Η αυτοκτονία, που περιγράφεις στο βιβλίο σου, είναι ταμπού σήμερα. Πώς θα την όριζες ως κοινωνικό/ψυχικό φαινόμενο;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει απλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Οι άνθρωποι αυτοκτονούν για διάφορους λόγους. Μια απόπειρα είναι μια σαφής ένδειξη ότι υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα στη ζωή ενός ατόμου αλλά και στο πλαίσιό του. Ανεξάρτητα από τη φυλή, την ηλικία και την οικονομική κατάσταση του θύματος, είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι (εκτιμάται το 90%) που πεθαίνουν με αυτόν τον τρόπο υποφέρουν από κάποια ψυχική ασθένεια, συναισθηματική διαταραχή και / ή χημική εξάρτηση. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν με κατάθλιψη δεν επιχειρούν να αυτοκτονήσουν και πως οι λόγοι που κάποιος μπορεί να υποφέρει από τέτοια συναισθήματα δεν είναι μόνο προσωπικοί αλλά και κοινωνικοί. Αυτό ακριβώς κλήθηκα να υπογραμμίσω αλλά και να εξηγήσω με έναν βιωματικό τρόπο μέσα από το μυθιστόρημά μου «Φ» στους αναγνώστες.
Από την εμπειρία σου, από τι προσπαθεί να «κρυφτεί» σήμερα ένα άτομο;
Είναι κάτι που νομίζω πως όλοι κάνουμε. Είναι η καλά ριζωμένη μέσα μας ψευδαίσθηση ότι δε μας επιτρέπεται να ηττηθούμε, να λαβωθούμε και να σηκωθούμε ξανά. Προσωπικά, έχω βιώσει αρκετές αποτυχίες, οι οποίες αποδείχτηκαν χρησιμότερες εμπειρίες από ό,τι θα ήταν αρχικά ως επιτυχίες. Για να δώσω ένα προφανές παράδειγμα, γνωρίζω λογοτέχνες που είχαν επιτυχίες με την πρώτη προσπάθεια. Έγιναν οι καλύτεροι πωλητές ενός είδους λογοτεχνίας και στη συνέχεια εγκλωβίστηκαν σε αυτό. Όταν είμαστε νέοι, αυτή η επιτυχία φαίνεται ελκυστική. Αλλά, όπως έλεγε ο φίλος μου και συγγραφέας Δημήτρης Σούκουλης, ας προσπαθήσουμε να είμαστε οι άνθρωποι που αξιοποιώντας τις εμπειρίες της ζωής δουλεύουν σε κάτι πιο ανθεκτικό στον χρόνο και, ίσως, αργότερα να κερδίσουμε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει νίκη δίχως ήττα, καθώς η δεύτερη είναι συνήθως η προετοιμασία για κάτι μεγαλύτερο.
Αν είχες την «Αθήνα» στο γραφείο σου, τι θα περίμενες να σου πει στην πρώτη σας συνεδρία;
Αν η Αθήνα ήταν στο γραφείο μου, θα προσπαθούσα από τη μια να τη συντροφεύσω με σεβασμό και αποδοχή στην κακοποίηση, τα τραύματα και τη διαστρέβλωση που έχει υποστεί και, από την άλλη, δε θα μπορούσα να αρνηθώ πως έχω και εγώ μερίδιο ευθύνης ως πολίτης της. Η ζεστασιά και ο σεβασμός μου ίσως τη φρόντιζε, η παρουσία της εμπρός μου πιστεύω θα με αφύπνιζε ως άνθρωπο. Άλλωστε, η θεραπευτική σχέση είναι πάντα αμφίδρομη, όταν ο θεραπευτής μπορεί να είναι ανοιχτός προς τον πελάτη και προς τον εαυτό του.
Ποια είναι τα τρία πράγματα που δεν ανέχεσαι να κάνεις και να σου κάνουν;
Προσπαθώ να ζω με ανοιχτότητα στη ζωή μου όμως, ως άνθρωπος, δεν μπορώ να πω πως τα καταφέρνω πάντα. Η διαδικασία αυτή είναι ενδιαφέρουσα, καθώς αποτελεί μια πορεία, έναν τρόπο να υπάρχω και όχι μια κατακτημένη συνθήκη. Η ρευστότητά της είναι αυτό που τρέφει την ύπαρξή μου με αναστοχασμούς που με κάνουν πλουσιότερο, όπως: η ενοχή που ακόμα ανά καιρούς εντοπίζω στη χαλάρωση και την ξεκούραση, οι ανούσιοι κοινωνικοί όροι «αξίας» που ακόμα κάποιες φορές υπηρετώ όπως και τα στερεότυπα που είναι καλά εμβολιασμένα σε όλους. Ωστόσο, μπορώ να πω πως και τα «ανέχομαι» και προσπαθώ να τα καταλάβω και να συνομιλήσω μαζί τους. Το ίδιο και με τους γύρω μου.
Πώς χαλαρώνεις;
Το να βλέπω κάποια ταινία, να διαβάζω ένα βιβλίο ή να σχεδιάζω είναι ασχολίες που αγαπάω. Ωστόσο, αδυνατώ να τις βάλω στην κατηγορία της χαλάρωσης, καθώς κάνουν τον νου μου να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εγρήγορση. Αυτό που πραγματικά με βοηθά είναι οι στιγμές διαλογισμού, ένας μοναχικός καφές, στον οποίο παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου χωρίς να χρειάζεται να παρέμβω σε αυτόν, ή ένας περίπατος σε επαφή με τη φύση, η οποία απειλείται επικίνδυνα και πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.
Τι σημαίνει η « – » δίπλα από την ημερομηνία γέννησής σου στο βιογραφικό σου; Γιατί δεν δήλωσες απλώς την ημερομηνία;
Σημαίνει τη δεκαετία στην οποία γεννήθηκα, τις προσλαμβάνουσες της τότε κουλτούρας με τις οποίες γαλουχήθηκα καθώς και την ευθύνη που έχω ως άτομο απέναντι στις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές.
Τι φοβάσαι περισσότερο από καθετί; Έχεις βρει τρόπο να ξορκίζεις τους φόβους σου;
Αισθάνομαι πως είμαι σε έναν ικανοποιητικό βαθμό συμφιλιωμένος με την απώλεια του ελέγχου, την παροδικότητα των πραγμάτων καθώς και τον κάθε θάνατο που βιώνει ένας άνθρωπος μέσα στη ζωή αλλά και στο τέλος της. Όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί στον προσωπικό μου αγώνα και είμαι σίγουρος πως θα συμβούν ξανά στην πορεία μου. Αυτό, όμως, που δεν έχω καταφέρει να αποβάλω είναι η ενδεχόμενη απώλεια του ανθρώπου που έδωσε στη ζωή μου ένα νέο νόημα και κέφι για ύπαρξη, αγώνα, δοτικότητα, όνειρα, παιχνίδια και ανακαλύψεις. Ο άνθρωπος που με φώτισε με τη σοφία, την αγάπη, την καλοσύνη, τη χαρά και την ευψυχία του. Αυτή η απώλεια είναι για μένα φόβος που δεν ξορκίζεται.
*Το σχέδιο του εξωφύλλου είναι του Γεώργιου Φραγκάκη.